Anonymous

τυντλώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], λασπώδης, «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15.
|lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], [[λασπώδης]], «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15.
}}
}}
{{grml
{{grml