3,258,463
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πρόκληση]] ή [[παραγωγή]] ψύχους<br /><b>2.</b> [[καταβιβασμός]] της θερμοκρασίας του σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή [[λειτουργία]] του οργανισμού, [[κρύωμα]], [[πάγωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) η με τεχνητά [[μέσα]] [[ανάπτυξη]] θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογές<br />β) (σχετικά με [[αυτοκίνητο]]) μερική [[αφαίρεση]] της θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως [[αποτέλεσμα]] την εύρυθμη [[λειτουργία]] του<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σύνολο]] τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσο]] πρόκλησης ψύχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πνοή]]»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]]. | |mltxt=η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πρόκληση]] ή [[παραγωγή]] ψύχους<br /><b>2.</b> [[καταβιβασμός]] της θερμοκρασίας του σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή [[λειτουργία]] του οργανισμού, [[κρύωμα]], [[πάγωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) η με τεχνητά [[μέσα]] [[ανάπτυξη]] θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογές<br />β) (σχετικά με [[αυτοκίνητο]]) μερική [[αφαίρεση]] της θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως [[αποτέλεσμα]] την εύρυθμη [[λειτουργία]] του<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σύνολο]] τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσο]] πρόκλησης ψύχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πνοή]]»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[difficulty]]=== | |||
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: [[moeilijkheid]]; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: [[difficulté]]; Galician: dificultade; German: [[Schwierigkeit]]; Greek: [[δυσκολία]]; Ancient Greek: [[ἄκανθα]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμύξ]], [[ἄναντες]], [[ἀπόρημα]], [[ἀπορησία]], [[ἀπόρησις]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[ἀργαλεότης]], [[ἀσχολία]], [[ἀτεραμνότης]], [[διαπορία]], [[δυσέργεια]], [[δυσέργημα]], [[δυσεργία]], [[δυσκολία]], [[δυσοδία]], [[δυσπορία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσχρηστία]], [[δυσχωρία]], [[ἔνστασις]], [[ἐπίστασις]], [[ἐρυμνότης]], [[περισκέλεια]], [[περισκελία]], [[περίστασις]], [[πιεσμός]], [[πλάνη]], [[πρόβλημα]], [[στεῖνος]], [[στενοχώρημα]], [[στενοχώρησις]], [[στενοχωρία]], [[στένωσις]], [[τὰ ἄπορα]], [[τὰ δυσχερῆ]], [[ταλαιπώρημα]], [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρίη]], [[τὸ ἄπορον]], [[τὸ δυσεργές]], [[τὸ δύσκολον]], [[τὸ δυσπετές]], [[τὸ δυσχερές]], [[χαλεπότης]], [[ψῦξις]]; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: [[difficoltà]]; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: [[difficultas]]; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: [[dificuldade]]; Romanian: dificultate; Russian: [[трудность]], [[сложность]]; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: [[dificultad]]; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی | |||
}} | }} |