Anonymous

μέσωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέσωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, [[νεανίας]], [[έφηβος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση [[ηλικία]] («μέσωρα ὅπλα<br />τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[δίωρος]])].
|mltxt=[[μέσωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, [[νεανίας]], [[έφηβος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση [[ηλικία]] («μέσωρα ὅπλα<br />τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[δίωρος]])].
}}
{{trml
|trtx====[[adolescent]]===
Arabic: فَتًى‎, فَتَاة‎; Armenian: պատանի; Asturian: adolescente; Azerbaijani: yeniyetmə; Bashkir: үҫмер; Belarusian: падлетак; Bulgarian: юноша, девойка, юношески; Catalan: adolescent; Chinese Mandarin: 青少年, 少年, 姑娘; Czech: dospívající, puberťák, adolescent; Esperanto: adoleska, adoleskulo, adoleskanto; Estonian: noor, teismeline; Finnish: nuori; French: [[adolescent]]; Galician: adolescente, rapaz, rapazolo, mozo, rapazola, rapariga, rapaza, moza; German: [[Jugendliche]]; Greek: [[έφηβος]]; Ancient Greek: [[ἁβατάς]], [[ἀγένειος]], [[εἱβάτας]], [[ἔφαβος]], [[ἔφηβος]], [[ἐφῆλιξ]], [[ἡβατάς]], [[ἡβητήρ]], [[ἡβητής]], [[ἡβήτωρ]], [[μειράκιον]], [[μελλείρην]], [[μελλέφηβος]], [[μελλίρην]], [[μέσωρος]], [[νεανισκάριον]], [[νεανίσκος]], [[νεηνίσκος]], [[πάλλαξ]], [[πρόσηβος]]; Hebrew: נַעַר‎; Hungarian: kamasz, kamaszkori; Ido: adolecanta, adolecanto; Italian: [[adolescente]]; Japanese: 青春, 少年, 少女; Korean: 10대, 청소년; Latin: [[adulescens]]; Macedonian: малолетник, малолетничка, младинец; Malay: remaja; Persian: برنا‎; Polish: nastolatek, nastolatka, adolescent, nastoletni, dojrzewający, adolescencyjny; Portuguese: [[adolescente]], [[rapaz]], [[rapariga]], [[moço]], [[moça]]; Romagnol: adulescént; Serbo-Croatian Roman: adolèscent; Romanian: adolescent, adolescentă; Russian:; Russian: [[подросток]], [[юноша]], [[девушка]], [[подростковый]], [[юношеский]]; Scottish Gaelic: ògail, òigear, òganach; Slovene: mladoleten, mladoletnik, mladoletnica; Spanish: [[adolescente]], [[muchacho]], [[muchacha]], [[chico]], [[chica]]; Swedish: tonåring; Telugu: కౌమార; Turkish: ergen; Ukrainian: підлі́ток
}}
}}