Anonymous

ελκυστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(11)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑλκυστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ασκεί [[έλξη]], που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) ο [[ικανός]] να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑλκυστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ασκεί [[έλξη]], που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) ο [[ικανός]] να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό.
}}
{{trml
|trtx====[[attractive]]===
Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπάγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἱδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
}}
}}