3,274,917
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁρίζων]], - | |mltxt=ο (Α [[ὁρίζων]])<br />η [[κυκλοτερής]] νοητή [[γραμμή]] [[κατά]] την οποία ο [[ουρανός]] φαίνεται να εφάπτεται με το [[έδαφος]] ή με την [[επιφάνεια]] της θάλασσας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> ο [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που σχηματίζεται από την [[τομή]] της με το οριζόντιο επίπεδο<br /><b>2.</b> <b>(εδαφολ.)</b> χαρακτηριστικό [[στρώμα]] του εδάφους που αποτελεί [[τμήμα]] μιας διαφοροποιημένης από χημική και βιολογική [[άποψη]] εδαφικής [[σειράς]] σε μία κάθετη [[τομή]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) τα όρια [[μέσα]] στα οποία εκτείνονται γνώσεις, ενέργειες, αντιλήψεις, προοπτικές ή αποτελέσματα (α. «η [[ανακάλυψη]] της πενικιλίνης άνοιξε νέους ορίζοντες στη θεραπευτική» β. «η [[παιδεία]] ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες του ανθρώπου»)<br />β) [[κατάσταση]], [[κύκλος]] πραγμάτων («ο [[πολιτικός]] [[ορίζοντας]] [[είναι]] πολύ [[σκοτεινός]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ορίζοντας]] ασυρμάτου»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> ο [[τόπος]] τών σημείων της γήινης επιφάνειας στα οποία τα κύματα που εκπέμπονται απευθείας από τον ασύρματο εφάπτονται με την [[επιφάνεια]] του εδάφους<br />β) «[[ορίζοντας]] συμβάντων» ή «[[ορίζοντας]] γεγονότων»<br />(φυσ.-αστρον.) η νοητή [[γραμμή]] [[πέρα]] από την οποία η [[παρατήρηση]] τών γεγονότων δεν [[είναι]] δυνατή ή εμποδίζεται [[κατά]] έναν ορισμένο τρόπο<br />γ) «[[στρωματογραφικός]] [[ορίζοντας]]»<br /><b>γεωλ.</b> συγκεκριμένου πάχους γεωλογικό [[στρώμα]] το οποίο [[είναι]] [[σαφώς]] καθορισμένο όσον αφορά τον τύπο του πετρώματος, τη [[δομή]], τα περιεχόμενα απολιθώματα και τα άλλα [[φυσικά]] χαρακτηριστικά του, [[καθώς]] και τα στρωματογραφικά όριά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[φιλοσοφία]] τών Πυθαγορείων) [[ονομασία]] του αριθμού 9, [[επειδή]] με αυτόν τελειώνει η [[σειρά]] τών μονάδων<br /><b>2.</b> ο [[μεσημβρινός]] που τέμνει άλλον μεσημβρινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρήματος [[ὁρίζω]]. Τον τ. [[ορίζων]] δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>horizon</i>) και από αυτήν οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>horizon</i>, γερμ. <i>[[Horizont]]</i>, γαλλ. [[horizon]])]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |