Anonymous

βλέφαρον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βλέφᾰρον:''' дор. [[γλέφαρον|γλέφᾰρον]] τό, Hes. ἡ<br /><b class="num">1</b> Hom., Pind., Trag., Plat., Arst., Plut. = [[βλεφαρίς]];<br /><b class="num">2</b> поэт. [[око]], [[глаз]] Hes.: ἁμέρας β. Soph. = [[ἥλιος]]; νυκτὸς β. Eur. = [[σελήνη]].
|elrutext='''βλέφᾰρον:''' дор. [[γλέφαρον|γλέφᾰρον]] τό, Hes. ἡ<br /><b class="num">1</b> Hom., Pind., Trag., Plat., Arst., Plut. = [[βλεφαρίς]];<br /><b class="num">2</b> поэт. [[око]], [[глаз]] Hes.: ἁμέρας β. Soph. = [[ἥλιος]]; νυκτὸς β. Eur. = [[σελήνη]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[βλέφαρον]])<br />κινητό [[κάλυμμα]] του ματιού που προφυλάσσει το [[ματόφυλλο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />η [[έκφραση]] των ματιών<br /><b>νεοελλ.</b>.1. το [[μέτωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βλέφαρα</i><br />τα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἁμέρας [[βλέφαρον]]» — [[ήλιος]]<br />β) «νυκτὸς [[βλέφαρον]]» — η [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, που στην αρχαία [[εποχή]] μαρτυρείται συχνότερα στον πληθ., σπανιότερα δε στον ενικό. Παράλληλα [[προς]] τον τ. [[βλέφαρον]] απαντά και το [[γλέφαρον]] (<b>Πινδ.</b>) ([[πρβλ]]. τα [[σύνθετα]] [[ιανογλέφαρος]], <i>ιογλέφαρος</i>), [[γεγονός]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ερμηνείας της εναλλαγής των στοιχείων -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- με την ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου <i>w</i>(<i>β</i>) ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i>- <sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: <i>ποτιγλέποι</i>). Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι τα [[βλέφαρον]] και [[βλέπω]] δυνατόν να αποτελούν τύπους κοινής προελεύσεως, το δε [[βλέφαρον]] ερμηνεύεται ως παράγωγο ενός ουδετέρου <i>βλέφαρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], με [[δασύτητα]] που οφείλεται στη [[δήλωση]] εκφραστικότητας. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για όρους διαφορετικής αρχής που συσχετίστηκαν εκ των υστέρων παρετυμολογικά ([[πρβλ]]. την ποιητική [[χρήση]] <i>βλέφαρα</i> «μάτια»)<br />το αρχικό <i>β</i>- στην [[περίπτωση]] αυτή θα οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[βλέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βλεφαρίδα]] (-<i>ρίς</i>), [[βλεφαρικός]], [[βλεφαρίτιδα]] (-<i>ρίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλεφαρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>βλεφαροεπιπεφυκίτιδα</i>, [[βλεφαροπλαστική]], [[βλεφαροπληγία]], [[βλεφαρόπτωση]], [[βλεφαροσπασμός]]. (Β' συνθετικό) [[αβλέφαρος]], [[καλλιβλέφαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγανοβλέφαρος]], <i>αστροβλέφαρος</i>, [[ελικοβλέφαρος]], <i>ερατοβλέφαρος</i>, [[ευβλέφαρος]], [[ιανογλέφαρος]], [[ιοβλέφαρος]], <i>ιογλέφαρος</i>, [[κυανοβλέφαρος]], [[πολυβλέφαρος]], [[σοβαροβλέφαρος]], [[χαριτοβλέφαρος]], [[χιονοβλέφαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσοβλέφαρος]]].
}}
}}
{{etym
{{etym