Anonymous

κραιπνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kraipnos
|Transliteration C=kraipnos
|Beta Code=kraipno/s
|Beta Code=kraipno/s
|Definition=κραιπνή, κραιπνόν, [[swift]], [[rushing]], [[Βορέης]], [[θύελλαι]], Od.5.385, 6.171; πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671, 681: in Hom. freq. ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749, etc.; κραιπνῷ ποδί A.''Pers.''95 (lyr.); πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.''Ichn.''213; κ. βέλος Pi.''P.''4.90; <b class="b3">κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες</b>, of the Symplegades, ib.209; σθένει κραιπνοί Id.''Fr.'' 133: metaph., [[hasty]], [[rash]], <b class="b3">κραιπνότερος νόος</b>, of a youth, Il.23.590. Adv. [[κραιπνῶς]], ἀνόρουσε 10.162; προσεβήσετο 14.292; διέπτατο 15.83; θέομεν Od.8.247: neuter plural as adverb, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27; κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223, etc.
|Definition=κραιπνή, κραιπνόν, [[swift]], [[rushing]], [[Βορέης]], [[θύελλαι]], Od.5.385, 6.171; πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671, 681: in Hom. freq. ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749, etc.; κραιπνῷ ποδί [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''95 (lyr.); πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.''Ichn.''213; κ. βέλος Pi.''P.''4.90; <b class="b3">κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες</b>, of the Symplegades, ib.209; σθένει κραιπνοί Id.''Fr.'' 133: metaph., [[hasty]], [[rash]], <b class="b3">κραιπνότερος νόος</b>, of a youth, Il.23.590. Adv. [[κραιπνῶς]], ἀνόρουσε 10.162; προσεβήσετο 14.292; διέπτατο 15.83; θέομεν Od.8.247: neuter plural as adverb, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27; κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly