Anonymous

πείθω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θέματα: α) πειθ-, β) μέ μετάπτωση πιθκαί γ) ποιθ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πειθώ]], [[πεῖσμα]] (=σχοινί πλοίου, πεποίθηση), [[πεισματικός]], [[πεισμονή]], [[πειστέον]], [[πειστήρ]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πεπεισμένως]], [[ἀμετάπειστος]], [[δύσπειστος]], [[δυσανάπειστος]], [[εὔπειστος]], [[μεταπειστός]], [[πιθανός]], [[πιθανότης]], [[πιθανολογία]], [[πίστις]], [[πιστικός]], [[πιστεύω]], [[πιστευτέον]], [[πιστευτικός]], [[πιστός]], πιστῶ (=κάνω ἀξιόπιστο), [[πίστωμα]], [[πίστωσις]], [[πιστωτής]], [[πιστωτικός]], [[πίσυνος]], [[πεποίθησις]], [[πεποιθότως]], [[πειθαρχῶ]], [[πεισιθάνατος]], [[ἴσως]] καί [[πίθηκος]], πού [[κατά]] νεώτερους ἐτυμολόγους βγαίνει ἀπό ἰαπ. ρίζα πιθπού σημαίνει τόν ἄσχημο.
|mantxt=Θέματα: α) πειθ-, β) μέ μετάπτωση πιθ- καί γ) ποιθ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πειθώ]], [[πεῖσμα]] (=[[σχοινί]] πλοίου, [[πεποίθηση]]), [[πεισματικός]], [[πεισμονή]], [[πειστέον]], [[πειστήρ]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πεπεισμένως]], [[ἀμετάπειστος]], [[δύσπειστος]], [[δυσανάπειστος]], [[εὔπειστος]], [[μεταπειστός]], [[πιθανός]], [[πιθανότης]], [[πιθανολογία]], [[πίστις]], [[πιστικός]], [[πιστεύω]], [[πιστευτέον]], [[πιστευτικός]], [[πιστός]], [[πιστόω|πιστῶ]] (=κάνω ἀξιόπιστο), [[πίστωμα]], [[πίστωσις]], [[πιστωτής]], [[πιστωτικός]], [[πίσυνος]], [[πεποίθησις]], [[πεποιθότως]], [[πειθαρχῶ]], [[πεισιθάνατος]], [[ἴσως]] καί [[πίθηκος]], πού [[κατά]] νεώτερους ἐτυμολόγους βγαίνει ἀπό ἰαπ. ρίζα πιθ- πού σημαίνει τόν [[ἄσχημος|ἄσχημο]].
}}
}}
{{trml
{{trml