Anonymous

κουβαρίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουβαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]].
|mltxt=[[κουβαρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]].
}}
}}
{{etym
{{etym