3,258,334
edits
(14) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἑσπερίς]], - | |mltxt=η (AM [[ἑσπερίς]], -ίδος) [[εσπέρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φιλική βραδινή [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> βραδινή ή νυχτερινή [[γιορτή]] που γίνεται [[δημόσια]] για φιλανθρωπικό ή [[άλλο]] κοινωφελή σκοπό<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι εσπερίδες</i><br />[[οικογένεια]] λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυτική («ἑσπερὶς [[ἅλμη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθος]] που ευωδιάζει το [[βράδυ]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>αἱ Ἑσπερίδες</i><br />μυθικές κόρες της νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα του κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά [[Κασσιτερίδες]]. | ||
}} | }} |