3,274,410
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM [[μαχητής]], Α αιολ.τ. [[μαχαίτας]], δωρ. τ. [[μαχατάς]], λακων. τ. [[μαχατάρ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, - | |mltxt=ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM [[μαχητής]], Α αιολ.τ. [[μαχαίτας]], δωρ. τ. [[μαχατάς]], λακων. τ. [[μαχατάρ]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με [[ανδρεία]], ο [[θαρραλέος]] ή [[ορμητικός]] [[πολεμιστής]] («[[Τυδεύς]] τοι μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]], ἀλλὰ [[μαχητής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει στην πολεμική [[σύρραξη]] δύο στρατών, [[στρατιώτης]] («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με [[πάθος]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br />[[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[μάχη]]- του μέλλ. του [[μάχομαι]] μαχήσομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |