3,277,121
edits
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φροντίς]], - | |mltxt=η / [[φροντίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέριμνα]] (α. «έχει αναλάβει τη [[φροντίδα]] του σπιτιού» β. «ἀλλ' οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ' ὡς τέκνων ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρον]], [[έγνοια]]<br /><b>3.</b> [[ανησυχία]], [[αγωνία]], [[σκοτούρα]] (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει [[φροντίς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνεύμα]], [[νους]] («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]], [[πόθος]] («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας<br />τῶν δ' [[ἕκαστος]] ὀρούει, [[τυχών]] κεν ἁρπαλέαν σχέθοι [[φροντίδα]] τὰν πὰρ ποδός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκέψη]], [[συλλογισμός]] («πολλὰς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ις</i>, -ίδος και δυσερμήνευτο οδοντικό -<i>τ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], το -<i>τ</i>- ανήκει στο [[επίθημα]] -<i>τις</i> ([[πρβλ]]. [[πίστις]], [[φάτις]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[φροντίς]] έχει</i> προέλθει με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- από έναν αμάρτυρο τ. <i>φροντρίς</i>, θηλ. ενός <i>φροντήρ</i> «αυτός που σκέπτεται, που φροντίζει». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. [[φροντίζω]], το οποίο, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, έχει σχηματιστεί από το θ. φρονκατά το [[σχήμα]] [[ἐρατίζω]]: [[ἐρατός]]: [[ἔραμαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φροντίς:''' - | |lsmtext='''φροντίς:''' -ίδος, ἡ ([[φρονέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], [[προσοχή]] που εναποτίθεται σε κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με γεν., <i>φροντίσ' ἔχειν τινός</i>, σε Ευρ.· ἐν φροντίδι [[εἶναι]] [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[σκέψη]], [[μέριμνα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο</i> (τὸ [[πρῆγμα]]), σε Ηρόδ.· <i>ἐμβῆσαί τινα ἐς [[φροντίδα]]</i>, [[βάζω]] σε κάποιον μια [[σκέψη]], στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., σκέψεις, <i>αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]], σε Αισχύλ.· <i>οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ</i>, [[καμιά]] [[μέριμνα]] για τον Ιπποκλείδη, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |