Anonymous

ἀσπίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσπίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> αρχαιότατο αμυντικό όπλο, κατασκευασμένο από [[δέρμα]] βοδιού στερεωμένο [[πάνω]] σε ξύλινο [[σκελετό]], ο [[οποίος]] περιβάλλεται από μετάλλινη άντυγα<br />το [[σχήμα]] του [[είναι]] [[συνήθως]] κυκλικό<br />στο [[κέντρο]] της εξωτερικής του επιφάνειας υπάρχει [[προεξοχή]] («[[ομφαλός]]») που περιβάλλεται από μετάλλινες πλάκες<br />κρατιέται [[κυρίως]] με το αριστερό [[χέρι]] από [[λουρί]] τοποθετημένο στην εσωτερική του [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[προστασία]], [[μέσο]] προστατευτικό, [[βοήθεια]]<br /><b>3.</b> φαρμακερό [[φίδι]] της τάξης των εχιιδών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[μυθικός]] [[δράκος]] που εξοντώθηκε από τον άγιο Γεώργιο<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[στράτευμα]], [[στρατός]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]]<br /><b>3.</b> στρογγυλό ρηχό [[κύπελλο]]<br /><b>4.</b> [[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] φιδιού<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]]... ἐτάξαντο» — παρατάχθηκαν σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]] (<b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> «τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἄν» — θα προτιμούσα [[τρεις]] φορές να μπω στη [[μάχη]] ([[παρά]] να γεννήσω μια [[φορά]]) (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[ασπίδα]] τίθεμαι» <br />α) [[υπηρετώ]] στον στρατό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[καταθέτω]] τα όπλα (<b>Ξεν.</b>)<br />4) «ἀσπίδα [[ἀναδέχομαι]]» ή «... [[αἴρω]]» — [[υψώνω]] την [[ασπίδα]] δίνοντας το [[σήμα]] για τη [[μάχη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ασπίς]] χρησιμοποιήθηκε ήδη από την ομηρική [[εποχή]] για να δηλώσει [[κυρίως]] τη στρογγυλή [[ασπίδα]], σε [[αντίθεση]] με τη [[μεγάλη]], [[μακριά]] [[ασπίδα]], που κάλυπτε όλο το [[σώμα]] του πολεμιστή και έφερε το όνομα [[σάκος]]. Επίθετα που χαρακτηρίζουν την [[ασπίδα]] στον Όμηρο [[είναι]] [[εύκυκλος]], <i>ομφαλόεσσα</i>, στον δε Ηρόδοτο [[κυκλοτερής]]. Πρόκειται για τ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η ετυμολόγηση του [[ασπίς]] από το <i>αν</i>-<i>σπίς</i> (πρβλ. <i>σπίδιον</i> «[[μακρόν]]», [[σπιδής]], -<i>έος</i> <b>κ.λπ.</b>) με τη [[σημασία]] «[[επιφάνεια]] που εκτείνεται [[κατά]] [[μήκος]] του πολεμιστή» δεν ικανοποιεί, [[αφού]] οι τύποι με τους οποίους συσχετίζεται [[είναι]] αμφίβολης σημασίας και ετυμολογίας. Μη ικανοποητική θεωρείται και η [[σύνδεση]] με το λιθ. <i>skỹdas</i>. Εξάλλου η [[προσπάθεια]] συσχετισμού του τ. [[ασπίς]] με το αρχ. άνω γερμ. <i>aspa</i> «το [[δέντρο]] [[κερκίς]]» (λόγω του ότι η πιο αρχαία [[ασπίδα]] [[πριν]] από τον Όμηρο ήταν ξύλινη) προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι αρχικά ο γερμ. τ. είχε -<i>ps</i>- και όχι -<i>sp</i>-, [[πράγμα]] που ενισχύεται και από παρεμφερείς τύπους της ΙΕ. (πρβλ. λετ. <i>apse</i>, αρχ. πρωσ. <i>abse</i>, ρωσ. <i>osina</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ospina</i>) Ενδιαφέρουσα [[είναι]] η [[συσχέτιση]] του τ. με [[ονομασία]] δέντρου. Τέλος [[είναι]] πιθανή η [[άποψη]] σύμφωνα με την οποία ο τ. [[ασπίς]] αποτελεί δάνεια λ. που παρελήφθη από τους Έλληνες [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε. Όσον αφορά στον τ. [[ασπίς]] «φαρμακερό [[φίδι]] της τάξεως των εχιιδών», πιθανότερη θεωρείται η [[ερμηνεία]] ότι η [[ονομασία]] του οφείλεται στο [[ασπίς]] (λόγω του κυκλικού, όμοιου με [[ασπίδα]] ή δίσκο, σχήματος του εξογκωμένου λαιμού του ερπετού τη [[στιγμή]] της επιθέσεως) [[έναντι]] της υποθέσεως ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασπιδίσκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασπίδιον]], [[ασπιδιώτης]] και <i>ασπιδίτης</i>, <i>ασπιδόεις</i>, [[ασπιστήρ]] και <i>ασπίστωρ</i> και <i>ασπιστής</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ασπίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπιδίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ασπιδαποβλής]], [[ασπιδηστρόφος]], [[ασπιδηφόρος]], [[ασπιδογοργών]], [[ασπιδόδηκτος]], [[ασπιδόδουπος]], [[ασπιδοειδής]], [[ασπιδοπηγός]], [[ασπιδοποιός]], [[ασπιδούχος]], [[ασπιδοφέρμων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπιδόγονος]], [[ασπιδοχελώνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ασπιδογαστήρ</i>, <i>ασπιδόκερας</i>, <i>ασπιδόσπερμα</i> <b>κ.ά.</b><br />(β' συνθετικό, -<i>ασπις</i>) [[ρίψασπις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άνασπις</i>, [[γλώσσασπις]], [[λεύκασπις]], [[μίκρασπις]], <i>όμασπις</i>, [[πολύασπις]], [[σμίκρασπις]], [[χάλκασπις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσασπις]].
|mltxt=η (AM [[ἀσπίς]], -ίδος)<br /><b>1.</b> αρχαιότατο αμυντικό όπλο, κατασκευασμένο από [[δέρμα]] βοδιού στερεωμένο [[πάνω]] σε ξύλινο [[σκελετό]], ο [[οποίος]] περιβάλλεται από μετάλλινη άντυγα<br />το [[σχήμα]] του [[είναι]] [[συνήθως]] κυκλικό<br />στο [[κέντρο]] της εξωτερικής του επιφάνειας υπάρχει [[προεξοχή]] («[[ομφαλός]]») που περιβάλλεται από μετάλλινες πλάκες<br />κρατιέται [[κυρίως]] με το αριστερό [[χέρι]] από [[λουρί]] τοποθετημένο στην εσωτερική του [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[προστασία]], [[μέσο]] προστατευτικό, [[βοήθεια]]<br /><b>3.</b> φαρμακερό [[φίδι]] της τάξης των εχιιδών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[μυθικός]] [[δράκος]] που εξοντώθηκε από τον άγιο Γεώργιο<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[στράτευμα]], [[στρατός]]<br /><b>2.</b> [[μάχη]]<br /><b>3.</b> στρογγυλό ρηχό [[κύπελλο]]<br /><b>4.</b> [[κόσμημα]] σε [[σχήμα]] φιδιού<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]]... ἐτάξαντο» — παρατάχθηκαν σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]] (<b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> «τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἄν» — θα προτιμούσα [[τρεις]] φορές να μπω στη [[μάχη]] ([[παρά]] να γεννήσω μια [[φορά]]) (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[ασπίδα]] τίθεμαι» <br />α) [[υπηρετώ]] στον στρατό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[καταθέτω]] τα όπλα (<b>Ξεν.</b>)<br />4) «ἀσπίδα [[ἀναδέχομαι]]» ή «... [[αἴρω]]» — [[υψώνω]] την [[ασπίδα]] δίνοντας το [[σήμα]] για τη [[μάχη]] (<b>Ηρόδ.</b>, <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ασπίς]] χρησιμοποιήθηκε ήδη από την ομηρική [[εποχή]] για να δηλώσει [[κυρίως]] τη στρογγυλή [[ασπίδα]], σε [[αντίθεση]] με τη [[μεγάλη]], [[μακριά]] [[ασπίδα]], που κάλυπτε όλο το [[σώμα]] του πολεμιστή και έφερε το όνομα [[σάκος]]. Επίθετα που χαρακτηρίζουν την [[ασπίδα]] στον Όμηρο [[είναι]] [[εύκυκλος]], <i>ομφαλόεσσα</i>, στον δε Ηρόδοτο [[κυκλοτερής]]. Πρόκειται για τ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολογίας, για την [[ερμηνεία]] του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η ετυμολόγηση του [[ασπίς]] από το <i>αν</i>-<i>σπίς</i> (πρβλ. <i>σπίδιον</i> «[[μακρόν]]», [[σπιδής]], -<i>έος</i> <b>κ.λπ.</b>) με τη [[σημασία]] «[[επιφάνεια]] που εκτείνεται [[κατά]] [[μήκος]] του πολεμιστή» δεν ικανοποιεί, [[αφού]] οι τύποι με τους οποίους συσχετίζεται [[είναι]] αμφίβολης σημασίας και ετυμολογίας. Μη ικανοποητική θεωρείται και η [[σύνδεση]] με το λιθ. <i>skỹdas</i>. Εξάλλου η [[προσπάθεια]] συσχετισμού του τ. [[ασπίς]] με το αρχ. άνω γερμ. <i>aspa</i> «το [[δέντρο]] [[κερκίς]]» (λόγω του ότι η πιο αρχαία [[ασπίδα]] [[πριν]] από τον Όμηρο ήταν ξύλινη) προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι αρχικά ο γερμ. τ. είχε -<i>ps</i>- και όχι -<i>sp</i>-, [[πράγμα]] που ενισχύεται και από παρεμφερείς τύπους της ΙΕ. (πρβλ. λετ. <i>apse</i>, αρχ. πρωσ. <i>abse</i>, ρωσ. <i>osina</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ospina</i>) Ενδιαφέρουσα [[είναι]] η [[συσχέτιση]] του τ. με [[ονομασία]] δέντρου. Τέλος [[είναι]] πιθανή η [[άποψη]] σύμφωνα με την οποία ο τ. [[ασπίς]] αποτελεί δάνεια λ. που παρελήφθη από τους Έλληνες [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε. Όσον αφορά στον τ. [[ασπίς]] «φαρμακερό [[φίδι]] της τάξεως των εχιιδών», πιθανότερη θεωρείται η [[ερμηνεία]] ότι η [[ονομασία]] του οφείλεται στο [[ασπίς]] (λόγω του κυκλικού, όμοιου με [[ασπίδα]] ή δίσκο, σχήματος του εξογκωμένου λαιμού του ερπετού τη [[στιγμή]] της επιθέσεως) [[έναντι]] της υποθέσεως ότι πρόκειται για δάνεια λ. στην Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασπιδίσκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασπίδιον]], [[ασπιδιώτης]] και <i>ασπιδίτης</i>, <i>ασπιδόεις</i>, [[ασπιστήρ]] και <i>ασπίστωρ</i> και <i>ασπιστής</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ασπίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπιδίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ασπιδαποβλής]], [[ασπιδηστρόφος]], [[ασπιδηφόρος]], [[ασπιδογοργών]], [[ασπιδόδηκτος]], [[ασπιδόδουπος]], [[ασπιδοειδής]], [[ασπιδοπηγός]], [[ασπιδοποιός]], [[ασπιδούχος]], [[ασπιδοφέρμων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπιδόγονος]], [[ασπιδοχελώνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ασπιδογαστήρ</i>, <i>ασπιδόκερας</i>, <i>ασπιδόσπερμα</i> <b>κ.ά.</b><br />(β' συνθετικό, -<i>ασπις</i>) [[ρίψασπις]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άνασπις</i>, [[γλώσσασπις]], [[λεύκασπις]], [[μίκρασπις]], <i>όμασπις</i>, [[πολύασπις]], [[σμίκρασπις]], [[χάλκασπις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσασπις]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]], Λατ. [[clipeus]], από [[δέρμα]] βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με [[προεξοχή]] ([[ὀμφαλός]]) στη [[μέση]], διακοσμημένη με αραποσιτιά (<i>θύσανοι</i>)· αντίθ. προς την στενόμακρη [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]], Λατ. [[scutum]]) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (<i>ὁπλῖται</i>).<br /><b class="num">2.</b> στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το [[σώμα]] των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη [[ἀσπίς]], [[οκτώ]] χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] τάξασθαι, σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]], σε Θουκ.· <i>ἐπ'ἀσπίδα</i>, <i>παρ' ἀσπίδα</i> (αντίθ. ἐπὶ [[δόρυ]]), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, [[επειδή]] η [[ασπίδα]] κρατιόταν από το αριστερό [[χέρι]], σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα [[στῆναι]], [[στέκομαι]] στη [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασπίδα]], [[φίδι]] Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀσπίς:''' -ίδος, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]], Λατ. [[clipeus]], από [[δέρμα]] βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με [[προεξοχή]] ([[ὀμφαλός]]) στη [[μέση]], διακοσμημένη με αραποσιτιά (<i>θύσανοι</i>)· αντίθ. προς την στενόμακρη [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]], Λατ. [[scutum]]) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (<i>ὁπλῖται</i>).<br /><b class="num">2.</b> στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το [[σώμα]] των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη [[ἀσπίς]], [[οκτώ]] χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] τάξασθαι, σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]], σε Θουκ.· <i>ἐπ'ἀσπίδα</i>, <i>παρ' ἀσπίδα</i> (αντίθ. ἐπὶ [[δόρυ]]), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, [[επειδή]] η [[ασπίδα]] κρατιόταν από το αριστερό [[χέρι]], σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα [[στῆναι]], [[στέκομαι]] στη [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασπίδα]], [[φίδι]] Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{etym
{{etym