Anonymous

χοινικίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοινῐκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[χοῖνιξ]])·<br /><b class="num">I.</b> ο [[κύκλος]] του στεφανιού, σε Δημ.
|lsmtext='''χοινῐκίς:''' -ίδος, ἡ ([[χοῖνιξ]])·<br /><b class="num">I.</b> ο [[κύκλος]] του στεφανιού, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χοινῐκίς, ίδος, ἡ, [[χοῖνιξ]]<br />the [[circle]] of a [[crown]], Dem.
|mdlsjtxt=χοινῐκίς, ίδος, ἡ, [[χοῖνιξ]]<br />the [[circle]] of a [[crown]], Dem.
}}
}}