3,277,119
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ἡ, <i>[[Weichmachen]], [[Erweichen]]</i> (?). | |ptext=ἡ, <i>[[Weichmachen]], [[Erweichen]]</i> (?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μαλάκυνσις]]) [[μαλακύνω]]<br />το να γίνεται [[κάτι]] μαλακό, το [[μαλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκθήλυνση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ελάττωση]] και, μερικές φορές, [[πλήρης]] [[σχεδόν]] [[κατάργηση]] της συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως [[συνέπεια]] νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί [[συχνά]] την [[απόφραξη]] ενός αιμοφόρου αγγείου από [[θρόμβωση]] ή από [[εμβολή]] («[[μαλάκυνση]] εγκεφάλου» — [[νέκρωση]] του εγκεφαλικού ιστού, [[δευτεροπαθής]] στην [[απόφραξη]] της αρτηρίας που αιματώνει την προσβληθείσα [[περιοχή]]). | |||
}} | }} |