Anonymous

σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il.
|mdlsjtxt=to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὀργίζομαι]], ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=[[ὀργισμένος]]), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
|mantxt=(=[[ὀργίζομαι]], ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=[[ὀργισμένος]]), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
}}
}}