Anonymous

συμφωνώ: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[σύμφωνος]]<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («τα [[λόγια]] του δεν συμφωνούν με τα έργα του»)<br /><b>3.</b> έχω ή [[εκφέρω]] την [[ίδια]] [[γνώμη]] («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], [[κάνω]] [[σύμβαση]] με κάποιον (α. «συμφωνήσαμε να μην το πούμε σε κανέναν άλλον» β. «συμφωνήσας Ἠρακλείδης [[μετὰ]] Θοτέως», πάπ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το συμφωνηθέν</i><br />[[συμφωνία]], [[σύμβαση]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα συμπεφωνημένα</i><br />οι συμφωνίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[συνθηκολογώ]], [[κάνω]] [[ειρήνη]]<br /><b>2.</b> [[συνωμοτώ]] («οὐδὲν γὰρ φοβερὸν μὴ ποτὲ συμφωνήσωσιν οἱ πλούσιοι τοῖς πένησιν ἐπὶ τούτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συμφωνούμενα</i><br />α) οι φθόγγοι αυτοί που συνεκφωνούνται με κάποιον [[άλλο]] φθόγγο<br />β) τα σύμφωνα.
|mltxt=συμφωνῶ, [[συμφωνέω]], ΝΜΑ [[σύμφωνος]]<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[συμφωνία]], σε [[αρμονία]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («τα [[λόγια]] του δεν συμφωνούν με τα έργα του»)<br /><b>3.</b> έχω ή [[εκφέρω]] την [[ίδια]] [[γνώμη]] («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν», Διον. Αλ.)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], [[κάνω]] [[σύμβαση]] με κάποιον (α. «συμφωνήσαμε να μην το πούμε σε κανέναν άλλον» β. «συμφωνήσας Ἠρακλείδης [[μετὰ]] Θοτέως», πάπ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το συμφωνηθέν</i><br />[[συμφωνία]], [[σύμβαση]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα συμπεφωνημένα</i><br />οι συμφωνίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[συνθηκολογώ]], [[κάνω]] [[ειρήνη]]<br /><b>2.</b> [[συνωμοτώ]] («οὐδὲν γὰρ φοβερὸν μὴ ποτὲ συμφωνήσωσιν οἱ πλούσιοι τοῖς πένησιν ἐπὶ τούτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συμφωνούμενα</i><br />α) οι φθόγγοι αυτοί που συνεκφωνούνται με κάποιον [[άλλο]] φθόγγο<br />β) τα σύμφωνα.
}}
}}