3,253,944
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalorrimon | |Transliteration C=megalorrimon | ||
|Beta Code=megalorrh/mwn | |Beta Code=megalorrh/mwn | ||
|Definition=μεγαλορρήμον, gen. ονος, [[talking big]], [[LXX]] ''Ps.''11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, [[magniloquent]], Philostr.''VA''6.11. Adv. [[μεγαλορρημόνως]] Poll.9.147. | |Definition=μεγαλορρήμον, gen. ονος, [[talking big]], [[LXX]] ''Ps.''11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, [[magniloquent]], [[arrogant]], Philostr.''VA''6.11. Adv. [[μεγαλορρημόνως]] = [[arrogantly]] Poll.9.147. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, [[καύχησις]], κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3). | |lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, [[καύχησις]], [[κομπορρημοσύνη]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |