Anonymous

πρόβατον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πρόβατο]].
|mltxt=το / [[πρόβατον]], Ν Μ Α<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θηλαστικού ζώου, με [[σώμα]] εύρωστο, μέτριου [[συνήθως]] αναστήματος και με [[τρίχωμα]] πυκνό, επίμηκες, μαλακό και, [[κατά]] κανόνα, κατσαρό, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί το [[γένος]] μηρυκαστικών αρτιοδάκτυλων θηλαστικών ovis της οικογένειας bovidae<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[μαλακός]], [[πράος]], [[μειλίχιος]] ή [[άνθρωπος]] [[αγαθός]], [[αφελής]] («αυτόν μην τον φοβάσαι, [[είναι]] [[πρόβατο]] του θεού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απολωλός]] [[πρόβατον]]»<br />(στην ΚΔ) [[άνθρωπος]] που παραστράτησε, που παρεξέκλινε από την ορθή [[πίστη]] και την [[ηθική]] [[τάξη]] και, κατ' [[επέκταση]], διεφθαρμένος, [[άσωτος]]<br />β) «[[πρόβατον]] επί σφαγήν» — ο καταδικασμένος σε θάνατο, όπως το πασχαλινό [[αρνί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πηγαίνει σαν [[πρόβατο]] στη [[σφαγή]]» <br />α) έχει υποταχθεί σε μια προκαθορισμένη από άλλους [[μοίρα]] [[χωρίς]] να θέλει ή να μπορεί να αντιδράσει<br />β) [[είναι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ζώο που βαδίζει [[προς]] τα [[εμπρός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πτηνό]], το [[ερπετό]] ή το ζώο που ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, [[κυρίως]] στους [[Ίωνες]] και στους Δωριείς, [[κάθε]], [[ιδίως]] μικρό σε [[μέγεθος]], [[τετράποδο]] [[βόσκημα]] («οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ποίμνιο]] ή [[αγέλη]] ήμερων ζώων<br /><b>3.</b> ζώο για [[σφαγή]] προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως [[τροφή]] ή για την [[τέλεση]] θυσίας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[μικρός]], [[ανόητος]] ή [[νωθρός]] και [[οκνηρός]] («προβάτου [[προβάτερον]]» — πιο [[ανόητος]] και από [[πρόβατο]], παροιμ. φρ. στον Σώφρ.)<br /><b>5.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br /><b>6.</b> (στην εκκλ. γραμματολογία) α) ο Ιησούς [[Χριστός]]<br />β) η Εκκλησία στο σύνολό της<br />γ) η [[ανθρωπότητα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «χρυσοῦν [[πρόβατον]]» — [[παρωνύμιο]] ενό ανόητου πολύ πλούσιου ανθρώπου<br />β) «[[λέων]] ἐν προβάτοις» — λεγόταν για τους ρωμαλέους και ισχυρούς που συνήθιζαν να κάνουν [[επίδειξη]] της δύναμής τους σε κοινούς αδύναμους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρόβατον]], που απαντά [[συνήθως]] στον πληθ. <i>πρόβατα</i>, αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του ρηματ. επιθ. σε -<i>τος</i> του ρ. [[προβαίνω]] με ενεργ. σημ.: <i>πρόβατα</i> «αυτά που βαδίζουν, που προχωρούν», σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την ακίνητη [[περιουσία]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>ganganda fe</i> «[[περιουσία]] σε ζώα» και πιθ. το χετιττ. <i>iyant</i> «πρόβατα», μτχ. του <i>ija</i>- «[[πηγαίνω]]»). Η [[παραγωγή]] αυτή της ονομασίας τών προβάτων από το ρ. <i>προ</i>-[[βαίνω]], σύνθ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i>, μαρτυρείται μόνο στην Ελληνική. 'Οσον αφορά στη [[μορφή]] της λ., ο τ. δοτικής πληθυντικού [[πρόβασι]] που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, γραμματικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η αρχική [[μορφή]] της λ. ήταν αθέματη και να τήν αναγάγουν σε αμάρτυρο τ. [[πρόβα]](<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> [[πρόβειος]], [[προβιά]]). Όσον αφορά στη σημ. της, η λ. αρχικά σήμαινε [[κάθε]] ζώο που βαδίζει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πτηνά, τα ερπετά και τα ψάρια και, [[κυρίως]] στους [[Ίωνες]] και στους Δωριείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί [[κάθε]], [[ιδίως]] μικρό σε [[μέγεθος]], [[τετράποδο]] [[βόσκημα]]. Στην αττική διάλεκτο όμως η λ. σημαίνει αποκλειστικά «[[πρόβατο]]» και με τη σημ. αυτή η λ. σταδιακά αντικατέστησε τον αρχαιότερο τ. <i>ὄις</i> «[[πρόβατο]]». Η λ. [[πρόβατον]], [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού (<b>πρβλ.</b> σουηδ. <i>simpa</i>, αγγλ. <i>sheep</i>'<i>s head</i> «[[κεφάλι]] προβάτου», γερμ. <i>Schafskopf</i>), πιθ. λόγω του σχήματος του κεφαλιού του.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[προβάτειος]], [[προβατικός]], [[προβατώδης]], <i>πρόβ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[προβαταία]], [[προβατεύς]], [[προβάτημα]], [[προβατητικός]], [[προβάτινος]], [[προβάτιον]], <i>προβατ</i>(<i>ε</i>)<i>ών</i><br /><b>μσν.</b><br />[[προβατύλλιον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προβατή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προβάτα]], [[προβατάκι]], [[προβατάρης]], [[προβατάς]], [[προβατήσιος]], [[προβατίλα]], [[προβατίνα]], [[προβατώ]], <i>προβ</i>(<i>ε</i>)<i>ιά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[προβατοβοσκός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προβατάγριον]], [[προβατογνώμων]], [[προβατοδόρας]], [[προβατοθύτης]], [[προβατοκάπηλος]], [[προβατοκόμος]], <i>προβατοκτηνοτρόφος</i>, [[προβατοπώλης]], [[προβατοστάσιον]], [[προβατοχίτων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προβατοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προβατοθρέμμων]], [[προβατόνους]], [[προβατοσπαράκτης]], [[προβατοφθόρος]], [[προβατόφρουρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προβατέμπορος]], [[προβατονόμιο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προβατοκάμηλος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλλιπρόβατος]], [[μισοπρόβατος]], [[πολυπρόβατος]], [[φιλοπρόβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοπρόβατα]], [[γιδοπρόβατα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm