Anonymous

εἱληθερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se chauffer au soleil;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[εἱληθερέομαι]], [[εἱληθεροῦμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[εἱληθερής]].
|btext=[[εἱληθερῶ]] :<br />se chauffer au soleil;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[εἱληθερέομαι]], [[εἱληθεροῦμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[εἱληθερής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱληθερέω''': ἐν ἡλίῳ θερμαίνομαι, «εἰεἱληθερεῖν· ἐν ἡλίῳ θερμαίνεσθαι· εἵλην γὰρ φασὶ τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν (καὶ θερμασίαν)» Ἡσύχ. Ἱππ. 485. 22., 486. 10, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 5: - Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17, Γαλην.
|lstext='''εἱληθερέω''': ἐν ἡλίῳ θερμαίνομαι, «εἰεἱληθερεῖν· ἐν ἡλίῳ θερμαίνεσθαι· εἵλην γὰρ φασὶ τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν (καὶ θερμασίαν)» Ἡσύχ. Ἱππ. 485. 22., 486. 10, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 5: - Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17, Γαλην.
}}
}}