Anonymous

ανεξιχνίαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξιχνίαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει [[κατανοητός]]<br />«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ [[ἔλεος]] τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν έχει [[ακόμη]] εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο [[έγκλημα]]».
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξιχνίαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει [[κατανοητός]]<br />«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ [[ἔλεος]] τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν έχει [[ακόμη]] εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο [[έγκλημα]]».
}}
{{trml
|trtx====[[inscrutable]]===
Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: [[ondoorgrondelijk]]; Finnish: käsittämätön; French: [[impénétrable]], [[incompréhensible]], [[insondable]]; Galician: inescrutábel; German: [[undurchschaubar]]; Greek: [[ανεξιχνίαστος]], [[ακατανόητος]]; Ancient Greek: [[ἄδηλος]], [[ἀδιερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερεύνητος]], [[παναπευθής]]; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: [[impenetrabile]], [[incomprensibile]], [[insondabile]]; Latin: [[perplexus]]; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: [[inescrutável]]; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: [[загадочный]], [[непостижимый]], [[необъяснимый]], [[непонятный]], [[неисповедимый]]; Spanish: [[inescrutable]], [[impenetrable]], [[incomprensible]], [[insondable]]; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz
}}
}}