Anonymous

ὅπλον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὅπλον:''' τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1</b> [[орудие]], [[инструмент]] (φῦσαι [[ὅπλα]] τε πάντα Hom.): [[ὅπλον]] ἀρούρης Anth. = [[δρέπανον]];<br /><b class="num">2</b> [[снасть]] ([[ὅπλα]], τά τε [[νῆες]] φορέουσιν Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[канат]] (ὅ. ἐϋστρεφές Hom.): ὅ. [[νεός]] Hom. корабельный канат;<br /><b class="num">4</b> [[посуда]]: δείπνων ὅ. Anth. = [[λάγυνος]];<br /><b class="num">5</b> [[доспехи]], [[оружие]], [[вооружение]] (ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.): [[ὅπλα]] ἐπ᾽ ἀλλήλους οἴσειν Plat. обратить оружие друг против друга; παραγγέλλειν εἰς (или κελεύειν ἐπὶ) τὰ [[ὅπλα]] Xen. призывать к оружию; τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Her., Xen.; положить оружие, т. е. расположиться лагерем или устроить привал; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Xen. строиться в боевом порядке; τὰ [[ὅπλα]] τὰ δεξιὰ καὶ [[ἀριστερά]] NT оружие в правой и левой руке, т. е. наступательное и оборонительное;<br /><b class="num">6</b> [[большой щит]] (типа [[ἀσπίς]]) Thuc.; перен. защита ([[μέγιστον]] ὅ. [[ἀρετὴ]] βροτοῖς Men.);<br /><b class="num">7</b> pl. тяжелое вооружение: ὅπλων [[ἐπιστάτης]] Aesch. = [[ὁπλίτης]];<br /><b class="num">8</b> pl. (= οἱ ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота (ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]] Dem.);<br /><b class="num">9</b> pl. [[военная стоянка]], [[лагерь]]: ἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. прогуливаться впереди лагеря; [[προϊέναι]] ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. удаляться от лагеря.
|elrutext='''ὅπλον:''' τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1</b> [[орудие]], [[инструмент]] (φῦσαι [[ὅπλα]] τε πάντα Hom.): [[ὅπλον]] ἀρούρης Anth. = [[δρέπανον]];<br /><b class="num">2</b> [[снасть]] ([[ὅπλα]], τά τε [[νῆες]] φορέουσιν Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[канат]] (ὅ. ἐϋστρεφές Hom.): ὅ. [[νεός]] Hom. корабельный канат;<br /><b class="num">4</b> [[посуда]]: δείπνων ὅ. Anth. = [[λάγυνος]];<br /><b class="num">5</b> [[доспехи]], [[оружие]], [[вооружение]] (ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.): [[ὅπλα]] ἐπ᾽ ἀλλήλους οἴσειν Plat. обратить оружие друг против друга; παραγγέλλειν εἰς (или κελεύειν ἐπὶ) τὰ [[ὅπλα]] Xen. призывать к оружию; τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Her., Xen.; положить оружие, т. е. расположиться лагерем или устроить привал; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Xen. строиться в боевом порядке; τὰ [[ὅπλα]] τὰ δεξιὰ καὶ [[ἀριστερά]] NT оружие в правой и левой руке, т. е. наступательное и оборонительное;<br /><b class="num">6</b> [[большой щит]] (типа [[ἀσπίς]]) Thuc.; перен. защита ([[μέγιστον]] ὅπλον [[ἀρετή|ἀρετὴ]] βροτοῖς Men.);<br /><b class="num">7</b> pl. тяжелое вооружение: ὅπλων [[ἐπιστάτης]] Aesch. = [[ὁπλίτης]];<br /><b class="num">8</b> pl. (= οἱ ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота (ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]] Dem.);<br /><b class="num">9</b> pl. [[военная стоянка]], [[лагерь]]: ἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. прогуливаться впереди лагеря; [[προϊέναι]] ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. удаляться от лагеря.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅπλον''': τό, [[ἐργαλεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: [[ἔντεα]], τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, [[ἐξάρτια]], ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε [[νῆες]] ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα [[κἀνταῦθα]] λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, [[καλῴδιον]], Ξ. 346, Φ. 390· ― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ [[κυρίως]] καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρέπανον]], Ἀνθ. Π. 6. 95· [[ὅπλον]] γεροντικόν, [[βακτηρία]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων [[ὅπλον]] ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], ὅπλα πολεμικά, [[ὁπλισμός]], [[πανοπλία]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πάνθ᾿ ὅπλα [[κάμε]], ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «[[ὅπλον]]», [[οὔτε]] τι ἀρήιον [[ὅπλον]] ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· [[ποτὶ]] πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον [[ὅπλον]] ἡ [[πονηρία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· [[μέρος]] τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς [[ὅπλον]] συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ [[βαρέως]] ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας [[ὅπλον]] [[παρρησία]] Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· [[ὅπλον]] μέγιστον .. ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων [[ἐπιστάτης]], = [[ὁπλίτης]], ἀντίθετον τῷ κώπης [[ἄναξ]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― [[ὅθεν]], 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζολόγοις, [[οἷον]], ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]], ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· [[οὕτως]], ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέσις]] τῶν ὅπλων, τὸ [[στρατόπεδον]], Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις [[μάχη]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε [[τίθημι]] Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα [[ὅπλον]] πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63.
|lstext='''ὅπλον''': τό, [[ἐργαλεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: [[ἔντεα]], τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, [[ἐξάρτια]], ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε [[νῆες]] ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα [[κἀνταῦθα]] λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, [[καλῴδιον]], Ξ. 346, Φ. 390· ― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ [[κυρίως]] καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρέπανον]], Ἀνθ. Π. 6. 95· [[ὅπλον]] γεροντικόν, [[βακτηρία]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων [[ὅπλον]] ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], ὅπλα πολεμικά, [[ὁπλισμός]], [[πανοπλία]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πάνθ᾿ ὅπλα [[κάμε]], ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «[[ὅπλον]]», [[οὔτε]] τι ἀρήιον [[ὅπλον]] ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· [[ποτὶ]] πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον [[ὅπλον]] ἡ [[πονηρία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· [[μέρος]] τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς [[ὅπλον]] συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ [[βαρέως]] ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας [[ὅπλον]] [[παρρησία]] Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· [[ὅπλον]] μέγιστον ἐστιν ἡ ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων [[ἐπιστάτης]], = [[ὁπλίτης]], ἀντίθετον τῷ κώπης [[ἄναξ]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― [[ὅθεν]], 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζολόγοις, [[οἷον]], ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]], ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· [[οὕτως]], ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέσις]] τῶν ὅπλων, τὸ [[στρατόπεδον]], Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις [[μάχη]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε [[τίθημι]] Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα [[ὅπλον]] πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth