3,277,218
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγάλη]], μέγα (ΑM [[μέγας]], [[μεγάλη]], μέγα)<br /><b>βλ.</b> [[μεγάλος]]. | |mltxt=[[μεγάλος]], μεγάλη, μεγάλο και [[μέγας]], [[μεγάλη]], μέγα (ΑM [[μέγας]], [[μεγάλη]], μέγα, Μ και [[μεγάλος]], μεγάλη, μεγάλο, μεγάλον, ουδ. και μέγαν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τον [[μέσο]] όρο, αυτός του οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «[[μεγάλη]] ζωή» β. «[[μεγάλος]] [[χώρος]]» γ. «[[μεγάλη]] [[δόξα]]» δ. «[[μέγας]] [[θυμός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπληρώσει τη σωματική του [[ανάπτυξη]], [[ενήλικος]] («[[μήτε]] μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τιν'», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]]<br /><b>4.</b> [[ψηλός]] («ὄρεος μεγάλοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αχανής]], [[απέραντος]] («[[πέλαγος]] μέγα μετρήσαντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μακρός]]<br /><b>7.</b> πολύ [[δυνατός]], [[πανίσχυρος]], [[παντοδύναμος]] («[[μεγάλη]] ή [[Ἄρτεμις]] Ἐφεσίων», ΚΔ)<br /><b>8.</b> λέγεται ως [[τίτλος]] ή [[προσωνυμία]] μοναρχών, βασιλέων ή, γενικά, ανθρώπων που εξέχουν (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος» β. «Πομπήιος ο [[μέγας]]»)<br /><b>9.</b> ο [[πρεσβύτερος]] από δύο άτομα που έχουν το ίδιο όνομα («Σκιπίων ὁ [[μέγας]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> (για τα στοιχεία της φύσης) [[σφοδρός]], [[ορμητικός]] («Βορέης [[ἄνεμος]] [[μέγας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>11.</b> (για ήχο) [[ισχυρός]], [[βροντώδης]]<br /><b>12.</b> (για [[κατάσταση]], [[ενέργεια]] <b>κ.λπ.</b>) [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]], [[σπουδαίος]] («ὄμοσεν μέγαν ὅρκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> [[πομπώδης]], [[υπερήφανος]], [[αλαζονικός]] (α. «[[μεγάλη]] [[μπουκιά]] φάε, μεγάλο λόγο να μην πεις», παροιμ.<br />β. «φρονῶ τὰ μεγάλα» — έχω αλαζονικές ιδέες<br />γ. «μὴ μέγα λέγε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> αυτός που έχει μακρά [[διάρκεια]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη [[Ελλάς]]» — οι ελληνικές πόλεις που είχαν ιδρυθεί στη νότια Ιταλία και στη [[Σικελία]] [[κατά]] την [[αρχαιότητα]]<br />β) «Μεγάλη Άρκτος» — [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό, [[εθνότητα]], ιστορική περίοδο ή ιστορικό [[γεγονός]]) [[υπέροχος]], [[εξαίρετος]] («η [[μεγάλη]] [[εποχή]] του Περικλέους»)<br /><b>2.</b> (για [[γιορτή]]) επίσημη, εξέχουσα<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) πολύ ηλικιωμένος<br />β) αυτός που βρίσκεται σε σχετικά ώριμη [[ηλικία]] («παντρεύτηκε [[μεγάλος]]»)<br />γ) αυτός που έχει μια [[ιδιότητα]] ή [[πείρα]] ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό (α. «[[μεγάλος]] [[κατεργάρης]]» β. «[[μεγάλος]] [[μάστορας]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Μεγάλη Ιδέα» — το ιδεώδες που κυριάρχησε στους Έλληνες από τον 19ο αιώνα ώς την [[τρίτη]] [[δεκαετία]] του 20ού και απέβλεπε στην [[απελευθέρωση]] όλων τών Ελλήνων που βρίσκονταν υπό [[ξένη]] [[κυριαρχία]] και στην [[αποκατάσταση]] του ελληνισμού σε μεγάλο ενιαίο [[κράτος]]<br />β) «Μεγάλη Εβδομάδα» — η τελευταία [[εβδομάδα]] της Σαρακοστής, η [[εβδομάδα]] τών παθών του Χριστού<br />γ) «[[μεγάλος]] [[δούκας]]» ή «[[μεγάλος]] [[πρίγκιπας]]» — [[τίτλος]] ηγεμόνων πριγκίπων που βρίσκονταν ιεραρχικά [[μεταξύ]] βασιλέων και δουκών<br />δ. «Μεγάλος [[Μογγόλος]]» — ένα από τα πιο ονομαστά διαμάντια του κόσμου<br />ε) «μεγάλα [[λόγια]]» — ανόητες διαβεβαιώσεις ή υποσχέσεις [[χωρίς]] [[αντίκρυσμα]]<br />στ) «[[μεγάλος]] [[αέρας]]» — αρχοντική [[εμφάνιση]]<br />ζ) «[[μεγάλη]] [[στραβομάρα]]» — αδικαιολόγητη [[αβλεψία]] ή [[άγνοια]]<br />η) «[[μεγάλη]] γλυκαγκαθιά» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Berberis vulgaris του γένους βερβερίς<br />θ) «μεγάλο [[βοτάνι]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Αristolochia cretica του γένους αριστολόχια<br />ι) «[[μεγάλος]] [[ασπάλαθος]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Calycotoma infesta του γένους [[καλυκοτόμη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε ανώτατη κοινωνική [[θέση]], [[επιφανής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άγιος]], [[ιερός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέγας]] [[βασιλεύς]]» — ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br />β) «[[μεγάλη]] [[εκκλησία]]»<br />i) η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης<br />ii) το Οικουμενικό Πατριαρχείο<br />γ) «μέγα [[πράγμα]]» — [[θαύμα]]<br />δ) «[[μέγας]] [[προφήτης]]» — ο Μωάμεθ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>μέγα</i> και <i>μεγάλα</i><br />[[πάρα]] πολύ («μέγα κήδεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φίλους) [[επιστήθιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>μέγα</i> και <i>μεγάλα</i><br />α) ηχηρώς, μεγαλοφώνως<br />β) [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μέγα χαῖρε» — γειά σου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεγάλως]] (ΑM [[μεγάλως]])<br />σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[μεγάλως]] αιτίους [[γενέσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> με δυνατή [[φωνή]], [[δυνατά]]<br /><b>3.</b> με [[μεγαλοπρέπεια]], με [[λαμπρότητα]]<br /><b>4.</b> με [[μεγάλη]] [[προθυμία]]<br /><b>5.</b> με [[βιασύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μέγας]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>meĝ</i><i>ә</i><i>g</i>- [[μεγάλος]], [[χοντρός]]» και συνδέεται με: λατ. <i>magis</i> «πολύ», <i>magnus</i> «[[μεγάλος]]», αρμ. <i>mec</i> «[[μεγάλος]]», αρχ. ινδ. <i>mahi</i> «[[μεγάλος]]» (όπου φαίνεται [[καθαρά]] η ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη [[ρίζα]]) κ.ά. Το [[θέμα]] στην ελλ. έχει [[παρέκταση]] -<i>l</i>- ([[πρβλ]]. [[μεγάλου]]) με [[αξία]] πιθ. μεγεθυντική ή υποκοριστική. Κάτι παράλληλο [[αλλά]] διαφορετικής προέλευσης συμβαίνει και στη γερμ. ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>mikils</i>). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγεται πιθ. και το [[θέμα]] <i>αγα</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>mĝ</i><i>ә</i><sub>2</sub> με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] της ρίζας), [[πρβλ]]. [[ἄγαν]], [[ἀγάζω]], [[ἄγαμαι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[μεγαίρω]]). Αρχικά, το επίθ. [[μέγας]] είχε τη σημ. της λ. [[μεγάλης]] έκτασης του μεγάλου μεγέθους, ενώ σταδιακά έλαβε την κοινωνική [[σημασία]] του σπουδαίου, του άξιου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεγαλείος]], [[μεγαλοσύνη]], [[μεγαλότητα]], [[μεγαλύνω]], [[μεγάλως]], [[μεγαλωστί]], [[μέγεθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαίρω]], [[μεγαλίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλεύομαι]], [[μεγαλωπός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεγαλουσιάνος]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγαλαίνω]], [[μεγαλούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μέγας]] και [[μεγάλος]], <b>βλ.</b> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) -[[μέγας]]. <b>αρχ.</b> <i>μυριόμεγας</i>, [[πάμμεγας]], [[τρίσμεγας]], [[υπέρμεγας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μικρόμεγας</i><br />-[[μεγάλος]] <b>νεοελλ.</b> [[μικρομέγαλος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |