Anonymous

δυσωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωρέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (ὦρος [[οὖρος]],ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.
|lstext='''δυσωρέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. ([[ὦρος]], [[οὖρος]], [[ὤρα]])· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὦρος]] = [[οὖρος]] a [[watcher]]]<br />to [[keep]] [[painful]] [[watch]], Il.
|mdlsjtxt=[[ὦρος]] = [[οὖρος]] a [[watcher]]]<br />to [[keep]] [[painful]] [[watch]], Il.
}}
}}