3,270,435
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπάρνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκέπαρνον]], Βυζ. | |lstext='''σκεπάρνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκέπαρνον]], Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[σκεπάρνι]], το / [[σκεπάρνιον]], ΝΜΑ, και [[σκεπάριον]] ΜΑ [[σκέπαρνος]]<br />κοπτικό [[εργαλείο]] με πεπλατυσμένη [[λεπίδα]] τροχισμένη στην εσωτερική [[πλευρά]] και στερεωμένη υπό μικρή [[γωνία]] στο [[άκρο]] στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, [[αποκοπή]] και πελέκημά τους, [[καθώς]] και για [[κάρφωμα]] και [[εξαγωγή]] καρφιών [[χάρη]] σε ειδική οπή που φέρει στο [[κέντρο]] της λεπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[σκέπαρνον]], <b>βλ.</b> [[σκέπαρνο]]<br /><b>2.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[στήλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |