Anonymous

αμφότεροι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, -α (ΑΜ ἀμφότεροι, -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)<br />και οι δύο, και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />([[κατά]] τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη [[σημασία]] «όλοι [[μαζί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[έκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει και στους δύο<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμφότερον</i>, <i>ἀμφότερα</i> και τα δύο, [[εξίσου]], ομοίως<br /><b>4.</b> στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και [[προς]] τις δύο πλευρές, και [[προς]] τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίθετο]] απαντά σε [[πινακίδα]] που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ra</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του τ. [[ἄμφω]], τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η [[σημασία]] που δήλωνε το <i>ἀμφότεροι</i> εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ). [[ἀμφοτεράκις]], [[ἀμφοτέρῃ]], [[ἀμφοτερίζω]], [[ἀμφοτέρωθεν]], [[ἀμφοτέρωθι]], [[ἀμφοτέρωσε]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφοτερόγλλωσσος</i>, [[ἀμφοτερόπλους]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμφοτεροδέξιος]] <b>μσν.</b> [[ἀμφοτερογνώμων]], [[ἀμφοτεροδύναμος]], [[ἀμφοτερόφθαλμος]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]]].
|mltxt=-ες, -α (ΑΜ [[ἀμφότεροι]], -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)<br />και οι δύο, και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />([[κατά]] τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη [[σημασία]] «όλοι [[μαζί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[έκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει και στους δύο<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμφότερον</i>, <i>ἀμφότερα</i> και τα δύο, [[εξίσου]], ομοίως<br /><b>4.</b> στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και [[προς]] τις δύο πλευρές, και [[προς]] τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίθετο]] απαντά σε [[πινακίδα]] που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ra</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του τ. [[ἄμφω]], τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η [[σημασία]] που δήλωνε το <i>ἀμφότεροι</i> εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ). [[ἀμφοτεράκις]], [[ἀμφοτέρῃ]], [[ἀμφοτερίζω]], [[ἀμφοτέρωθεν]], [[ἀμφοτέρωθι]], [[ἀμφοτέρωσε]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφοτερόγλλωσσος</i>, [[ἀμφοτερόπλους]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμφοτεροδέξιος]] <b>μσν.</b> [[ἀμφοτερογνώμων]], [[ἀμφοτεροδύναμος]], [[ἀμφοτερόφθαλμος]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]]].
}}
{{trml
|trtx====[[both]]===
Albanian: të dy; Arabic: كِلَا; Egyptian Arabic: الاتنين; Belarusian: абодва, абедзве, абое or or; Bulgarian: и двамата, и двете; Catalan: ambdós, tots dos; Chinese Mandarin: ...都, 雙方/双方, 倆/俩, 兩/两; Czech: oba; Danish: begge; Dutch: [[beide]], [[beiden]], [[allebei]], [[allebeide]], [[alletwee]]; Esperanto: ambaŭ; Estonian: mõlemad; Faroese: báðir; Finnish: molemmat, kumpikin sg; French: [[tous les deux]], [[les deux]], [[tout deux]]; Galician: ambos, amos; Georgian: ორივე; German: [[beide]]; Gothic: 𐌱𐌰𐌹, 𐌱𐌰𐌾𐍉𐌸𐍃; Greek: [[αμφότεροι]], [[και οι δύο]], [[και τα δύο]]; Ancient Greek: [[ἀμφότεροι]], [[ἄμφω]]; Gujarati: બંને; Hebrew: שני; Hindi: दोनों; Hungarian: mindkét, mind a két, mindkettő, mind a kettő; Icelandic: bæði, báðir, báðar, bæði; Ido: ambe, omna du, omni du; Indonesian: keduanya; Interlingua: ambe; Irish: araon; Italian: [[sia]], [[entrambi]], [[tutti e due]], [[tutte e due]], [[ambedue]]; Japanese: 両方, 両-, どちらも, 双方; Kazakh: екеуі; Korean: 둘 다, 양쪽의, 쌍방; Kurdish Central Kurdish: ھەردو; Latin: [[ambo]], [[ambae]], [[ambo]]; Latvian: abi; Lithuanian: abu; Macedonian: обата, двата; Malay: kedua-dua, kededua, dedua; North Frisian: biise; Norwegian Bokmål: begge; Nynorsk: begge, båe; Occitan: ambedós, totes dos; Old English: bēġen; Old Prussian: abbai; Pashto: دواړه; Persian: هر دو, هردو; Polish: oba, oboje, obie, obaj, obydwaj, obydwoje, obydwa, obydwie; Portuguese: [[ambos]]; Romanian: ambii, ambele, amândoi, amândouă; Russian: [[оба]], [[обе]]; Sanskrit: उभौ; Scots: baith; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏ба, о̏бје, о̏бе; Roman: ȍba, ȍbje, ȍbe; Slovak: obidva, obidvaja anim; Slovene: oba, obe; Spanish: [[ambos]], [[los dos]], [[entrambos]]; Swedish: båda, bägge, ömse; Telugu: రెండూ, ఇద్దరు; Thai: ทั้งสอง; Tocharian B: antapi; Turkish: her ikisi, ikisi; Ukrainian: обидва, обидві, обоє or or; Urdu: دونوں; Vietnamese: cả hai; Welsh: y ddau, y ddwy; West Frisian: beide, allebeide; Yiddish: ביידע
}}
}}