3,251,386
edits
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktisis | |Transliteration C=ktisis | ||
|Beta Code=kth=sis | |Beta Code=kth=sis | ||
|Definition= | |Definition=κτήσεως, ἡ, ([[κτάομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[acquisition]] (opp. [[ἀπόλαυσις]], Arist.''Rh.'' 1410a6), κτῆσις τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. ''Euthd.''288d; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Alcid.''Soph.''5; [[κατ' ἔργου κτῆσιν]] = according to [[success]] in the [[work]], S.''Tr.''230.<br><span class="bld">II</span> (from pf.) [[possession]], λέχους, [[πλούτος|πλούτου]], etc., ib.162, ''El.''960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων [[ἐργασία]]ς Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 331b; <b class="b3">διὰ τὴν τῶν υἱέων κτῆσιν</b> [[on account of]] your [[having]] [[son]]s, Id.''Ap.''20b; ἱματίων Id.''Phd.''64d; φέροντας… ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; <b class="b3">κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν]</b> Arist.''Pol.''1277a8; [[hold]]ing, opp. [[χρῆσις]] ('[[using]]'), Id.''EN''1098b32; [[ownership]], opp. [[χρῆσις]] ('[[usufruct]]'), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν ''IG''42(1).76.25 (Epid., ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> as collective, = [[κτήματα]], [[possession]]s, [[property]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.''El.''1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 viii 32 (i A.D.): in plural, [[Herodotus|Hdt.]]4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κ. μόναι [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''194; esp. [[land]]s, [[farm]]s, D.H.8.19, [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.29, etc.: also in sg., [[farm]], [[estate]], PFlor. 155.6 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, das [[Erwerben]], die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der [[Besitz]] = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] ἡ, das [[Erwerben]], die [[Erwerbung]]; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der [[Besitz]] = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=κτήσεως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[acquisition]] : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'acquisition de qch;<br /><b>2</b> [[possession]] : κτῆσιν ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;<br /><b>3</b> [[biens]], [[propriété]], [[fortune]] : πατρῴα [[κτῆσις]] SOPH fortune paternelle;<br /><b>4</b> [[héritage]].<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κτῆσις | |elnltext=κτῆσις κτήσεως, ἡ [κτάομαι] [[bezit]], [[bezitting]], [[eigendom]]:; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο zijn naaste verwanten verdeelden zijn bezit Il. 5.158; πατρῴαν κτῆσιν bezit van vaderskant Soph. El. 1290; τὰς κτήσεις μὴ ποιεῖν ἀναδάστους de bezittingen niet opnieuw te verdelen Aristot. Pol. 1309a15; het bezitten:. διὰ τὴν τῶν ὑέων κτῆσιν door het bezit van zoons Plat. Ap. 20b; ἐν κτήσει ἢ χρήσει τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν het hoogste goed in het bezit of in het gebruik veronderstellen Aristot. EN 1098b32. het verwerven, verwerving:; τῶν χρημάτων τὴν κτῆσιν het verwerven van rijkdom Thuc. 1.13.1; ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης filosofie is het verwerven van kennis Plat. Euthyd. 288d; ἀπόλαυσις κτήσει ἀντίκειται het profiteren wordt gesteld tegenover het verwerven Aristot. Rh. 1410a6; overdr.: κατ’ ἔργου κτῆσιν passend bij het succes van de daad Soph. Tr. 230. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κτῆσις:''' | |elrutext='''κτῆσις:''' κτήσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[приобретение]] (χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.): κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. приобрести что-л.;<br /><b class="num">2</b> [[владение]], [[обладание]] (πλούτου Soph.): κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. владеть золотыми приисками;<br /><b class="num">3</b> [[имущество]], [[достояние]] (πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτῆσις:''' | |lsmtext='''κτῆσις:''' κτήσεως, ἡ ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απόκτηση]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>κατ' ἔργου κτῆσιν</i>, σύμφωνα με την [[επιτυχία]] στη δουλειά, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από τον παρακ.) [[κτήση]], [[κατοχή]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως περιληπτικό ουσ. = <i>κτήματα</i>, αποκτήματα, [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]], σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτῆσις''': | |lstext='''κτῆσις''': κτήσεως, ([[κτάομαι]]) τὸ κτᾶσθαί τι, «[[ἀπόκτησις]]», ἀντίθετ. τῷ [[ἀπόλαυσις]] καὶ [[χρῆσις]] (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) [[κτῆσις]], [[κτῆμα]], λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., [[ἐπειδὴ]] ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· [[κτῆσις]] ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, [[περιουσία]], διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― [[κυρίως]], ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |