Anonymous

βασιλιάς: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "Afrikaans: koning; Ainu: アエコテニシパ;" to "===king=== Afrikaans: koning; Ainu: アエコテニシパ;")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[βασιλεύς]] και βασιλέας και βασιλές και [[βασιλιός]] (θηλ. [[βασίλισσα]], η) (AM [[βασιλεύς]], Μ και βασιλέας θηλ. AM [[βασίλισσα]] και [[βασιλίς]], Α και [[βασιλέα]] και [[βασίλεια]] και [[βασιληΐς]])<br /><b>1.</b> ο [[κληρονομικός]] [[ανώτατος]] [[άρχοντας]] του κράτους<br /><b>2.</b> [[πρώτος]] ή [[έξοχος]] [[μέσα]] σε μία [[ομάδα]], [[τάξη]] ή [[κοινότητα]]<br /><b>3.</b> ισχυρή [[δύναμη]] η οποία διαμορφώνει καταστάσεις ή επηρεάζει τη ζωή (α. «ο [[νόμος]] [[είναι]] [[βασιλιάς]]» β. «[[νόμος]] ὁ πάντων [[βασιλεύς]]», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[πόλεμος]] πάντων [[βασιλεύς]]», Ηράκλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[βασιλεύς]] τῶν βασιλευόντων» ή «βασιλεὺς βασιλέων» ή «[[βασιλεύς]] τῶν πάντων» ή «[[βασιλιάς]] του κόσμου» — ο Θεός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων Εντόμων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[βασιλιάς]] των ζώων» — το [[λιοντάρι]]<br />β) «ο [[βασιλιάς]] των πουλιών». ο [[αετός]]<br />γ) «ο [[βασιλιάς]] των μετάλλων» — ο [[χρυσός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βγήκε ο [[βασιλιάς]]», «να μπούνε στο χερουβεικό και να 'βγει ο βασιλέας» — αναφέρεται στη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ζει [[βασιλιάς]]» ή «ζει σαν [[βασιλιάς]]» — με όλες τις ανέσεις<br />β) «στο [[σπίτι]] του ο [[καθένας]] [[βασιλιάς]]» — [[καθένας]] ρυθμίζει τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις του όπως θέλει<br />γ) «τον έκανα βασιλιά» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />δ) «θα σε [[κάνω]] [[βασίλισσα]]» — θα σου εξασφαλίσω άνετη και πλούσια ζωή<br />ε) «ο [[βασιλεύς]] απέθανε, [[ζήτω]] ο [[βασιλεύς]]» — η [[διαδοχή]] στη [[βασιλεία]] ή σε [[άλλο]] [[αξίωμα]] συνεχίζεται κανονικά<br />στ) «ο [[βασιλεύς]] βασιλεύει [[αλλά]] δεν κυβερνά» — ο [[βασιλιάς]] ασκεί τις εξουσίες τις οποίες του παρέχει το Σύνταγμα της χώρας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] της Ρώμης<br /><b>2.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από [[βασιλική]] [[οικογένεια]]<br /><b>2.</b> ηγέτες της ομηρικής εποχής<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> ο [[βασιλιάς]] της Περσίας («[[βασιλεύς]]» ή «[[μέγας]] [[βασιλεύς]]» ή «[[βασιλεύς]] βασιλέων»)<br /><b>5.</b> ο [[δεύτερος]] από τους [[εννέα]] άρχοντες στην αρχαία Αθήνα, ο [[οποίος]] είχε [[κυρίως]] θρησκευτικά καθήκοντα<br /><b>6.</b> «ὁ [[βασιλεύς]] τῶν ἱερῶν»<br />rex sacrorum, στην αρχαίο [[Ρώμη]]<br /><b>7.</b> [[αφεντικό]], [[οικοδεσπότης]]<br /><b>8.</b> [[συμποσίαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[βασιλεύς]], που θεωρείται νεώτερη των συνωνύμων της [[άναξ]] και [[κοίρανος]], μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>qa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> ή <i>pa</i><sub>2</sub><i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> «[[κατώτερος]], [[άσημος]] [[υπάλληλος]]»), ενώ ο [[αντίστοιχος]] αιγαιακός τ. [[είναι]] <i>pa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i>. Στους ιστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στον Όμηρο, η λ. χαρακτηρίζει όχι μόνο τον Αγαμέμνονα [[αλλά]] όλους τους αρχηγούς των Αχαιών. Αντίθετα [[προς]] το [[άναξ]], χρησιμοποιείται συχνότερα στον πληθ. [[παρά]] στον εν., δεν απαντά στην κλητ. και δεν αναφέρεται σε θεότητες. Στην κλασική Ελληνική το [[βασιλεύς]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεούς, τυράννους (Ιέρωνα, Γέλωνα, Πεισίστρατο), τον δεύτερο των [[εννέα]] αρχόντων στην Αθήνα, τους βασιλείς της Σπάρτης [[καθώς]] και τους βασιλείς των βαρβάρων και [[κυρίως]] τον βασιλιά των Περσών (γενικά [[χωρίς]] [[άρθρο]]), σε μεταγενέστερη δε [[εποχή]] τον Αλέξανδρο (και τους διαδόχους του), Ρωμαίους αυτοκράτορες κ.ά. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι αποτελεί δάνεια λ., όπως και τα [[τύραννος]] και [[άναξ]] (αντίθετα [[προς]] το συνώνυμο [[κοίρανος]]). Η ύπαρξη του αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου -<i>q</i>- στον αντίστοιχο μυκην. τ. <i>qa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι η λ. έχει ινδοευρ, [[αρχή]], ενώ κατ' άλλους θεωρείται πιθανότερη η προελληνική [[προέλευση]]. Τέλος, [[χωρίς]] ισχυρή [[βάση]] παραμένουν οι προσπάθειες αναγωγής σε μικρασιατικά ή άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Μορφολογικά ο τ. [[βασιλεύς]] προήλθε με [[βράχυνση]] ([[νόμος]] του Osthoff) <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληF</i>-<i>ς</i> (με αρχικά [[επίθημα]] -<i>ē</i><i>u</i>-, άγνωστης προελεύσεως), [[γεγονός]] που δικαιολογεί ορισμένους τύπους (κατ' εξοχήν ιωνικούς) με [[επίθημα]] -<i>η</i>(<i>F</i>)- που έχουν διασωθεί<br />[[πρβλ]]. ιων.-αιολ. <i>βασιλήϊος</i>, ιων. <i>βασιλήϊον</i>, ιων. [[βασιληΐη]], [[βασιληΐς]]<br />[[επίσης]] κυπρ. <i>βασιλήFος</i> κ.ά. Προϊόντα διαφόρων μορφολογικών μεταπλασμών [[είναι]] οι τύποι: [[βασιλιός]], <i>βασιλέας</i> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]], <i>βασιλές</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλέας</i>, [[βασιλιάς]] <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλέας</i> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θηλ. [[βασίλισσα]] <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ισσα</i>, με αναλογικά σχηματισμό [[προς]] τα θηλυκά σε -<i>ισσα</i> που σχηματίστηκαν από θέματα σε -<i>iu</i>-, δηλ. εθνικά ονόματα ανατολικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[Κίλισσα]], θηλ. του [[Κίλιξ]], [[Φοίνισσα]], θηλ. του [[Φοίνιξ]]) ή άλλες λέξεις (<i>αμφιέλισσαι</i>). Τα θηλ. [[βασιλίς]], [[βασιλέα]], [[βασιληΐς]] προήλθαν από το <i>βασιλευς</i>, ενώ το [[βασίλεια]] σχηματίστηκε μορφολογικά <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληF</i>-<i>ya</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλεy∂</i><sub>2</sub><br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βασιλεύω]], [[βασιλικός]], [[βασιλίσκος]], [[βασίλισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλέα]], [[βασίλεια]], [[βασιλείδης]], [[βασιλείδιον]], [[βασίλειος]], [[βασιληΐς]], [[βασιλίζω]], [[βασιλίνδα]], [[βασίλιννα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασιλεία]], [[βασιλίς]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>βασιλίκιον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλόπουλο]], [[βασιλοπούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αντιβασιλεύς</i> (-<i>έας</i>), [[συμβασιλεύς]] (-<i>έας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποβασιλεύς</i>, [[μεσοβασιλεύς]], [[μισοβασιλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παμβασιλεύς]], [[φιλοβασιλεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βασιλεοπάτωρ]], [[μικροβασιλεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλάνθρωπος]], [[βασιλαπιδιά]], [[βασιλοκτόνος]], [[βασιλομήτωρ]], [[βασιλόπαις]], [[βασιλοπάτωρ]], [[βασιλοπούλι]], [[βασιλοπρεπής]], <i>βασιλοϋτανο</i>, [[βασιλοφάγος]], [[βασιλοφόνος]], <i>βασιλόφρων</i>, [[βασιλόψαρο]], <i>γεροβασιλιάς</i>].
|mltxt=ο και [[βασιλεύς]] και [[βασιλέας]] και [[βασιλές]] και [[βασιλιός]] (θηλ. [[βασίλισσα]], η) (AM [[βασιλεύς]], Μ και [[βασιλέας]] θηλ. AM [[βασίλισσα]] και [[βασιλίς]], Α και [[βασιλέα]] και [[βασίλεια]] και [[βασιληΐς]])<br /><b>1.</b> ο [[κληρονομικός]] [[ανώτατος]] [[άρχοντας]] του κράτους<br /><b>2.</b> [[πρώτος]] ή [[έξοχος]] [[μέσα]] σε μία [[ομάδα]], [[τάξη]] ή [[κοινότητα]]<br /><b>3.</b> ισχυρή [[δύναμη]] η οποία διαμορφώνει καταστάσεις ή επηρεάζει τη ζωή (α. «ο [[νόμος]] [[είναι]] [[βασιλιάς]]» β. «[[νόμος]] ὁ πάντων [[βασιλεύς]]», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[πόλεμος]] πάντων [[βασιλεύς]]», Ηράκλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[βασιλεύς]] τῶν βασιλευόντων» ή «βασιλεὺς βασιλέων» ή «[[βασιλεύς]] τῶν πάντων» ή «[[βασιλιάς]] του κόσμου» — ο Θεός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων Εντόμων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[βασιλιάς]] των ζώων» — το [[λιοντάρι]]<br />β) «ο [[βασιλιάς]] των πουλιών». ο [[αετός]]<br />γ) «ο [[βασιλιάς]] των μετάλλων» — ο [[χρυσός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βγήκε ο [[βασιλιάς]]», «να μπούνε στο χερουβεικό και να 'βγει ο βασιλέας» — αναφέρεται στη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ζει [[βασιλιάς]]» ή «ζει σαν [[βασιλιάς]]» — με όλες τις ανέσεις<br />β) «στο [[σπίτι]] του ο [[καθένας]] [[βασιλιάς]]» — [[καθένας]] ρυθμίζει τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις του όπως θέλει<br />γ) «τον έκανα βασιλιά» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />δ) «θα σε [[κάνω]] [[βασίλισσα]]» — θα σου εξασφαλίσω άνετη και πλούσια ζωή<br />ε) «ο [[βασιλεύς]] απέθανε, [[ζήτω]] ο [[βασιλεύς]]» — η [[διαδοχή]] στη [[βασιλεία]] ή σε [[άλλο]] [[αξίωμα]] συνεχίζεται κανονικά<br />στ) «ο [[βασιλεύς]] βασιλεύει [[αλλά]] δεν κυβερνά» — ο [[βασιλιάς]] ασκεί τις εξουσίες τις οποίες του παρέχει το Σύνταγμα της χώρας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] της Ρώμης<br /><b>2.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από [[βασιλική]] [[οικογένεια]]<br /><b>2.</b> ηγέτες της ομηρικής εποχής<br /><b>3.</b> [[ηγέτης]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> ο [[βασιλιάς]] της Περσίας («[[βασιλεύς]]» ή «[[μέγας]] [[βασιλεύς]]» ή «[[βασιλεύς]] βασιλέων»)<br /><b>5.</b> ο [[δεύτερος]] από τους [[εννέα]] άρχοντες στην αρχαία Αθήνα, ο [[οποίος]] είχε [[κυρίως]] θρησκευτικά καθήκοντα<br /><b>6.</b> «ὁ [[βασιλεύς]] τῶν ἱερῶν»<br />rex sacrorum, στην αρχαίο [[Ρώμη]]<br /><b>7.</b> [[αφεντικό]], [[οικοδεσπότης]]<br /><b>8.</b> [[συμποσίαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[βασιλεύς]], που θεωρείται νεώτερη των συνωνύμων της [[άναξ]] και [[κοίρανος]], μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>qa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> ή <i>pa</i><sub>2</sub><i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> «[[κατώτερος]], [[άσημος]] [[υπάλληλος]]»), ενώ ο [[αντίστοιχος]] αιγαιακός τ. [[είναι]] <i>pa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i>. Στους ιστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στον Όμηρο, η λ. χαρακτηρίζει όχι μόνο τον Αγαμέμνονα [[αλλά]] όλους τους αρχηγούς των Αχαιών. Αντίθετα [[προς]] το [[άναξ]], χρησιμοποιείται συχνότερα στον πληθ. [[παρά]] στον εν., δεν απαντά στην κλητ. και δεν αναφέρεται σε θεότητες. Στην κλασική Ελληνική το [[βασιλεύς]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεούς, τυράννους (Ιέρωνα, Γέλωνα, Πεισίστρατο), τον δεύτερο των [[εννέα]] αρχόντων στην Αθήνα, τους βασιλείς της Σπάρτης [[καθώς]] και τους βασιλείς των βαρβάρων και [[κυρίως]] τον βασιλιά των Περσών (γενικά [[χωρίς]] [[άρθρο]]), σε μεταγενέστερη δε [[εποχή]] τον Αλέξανδρο (και τους διαδόχους του), Ρωμαίους αυτοκράτορες κ.ά. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι αποτελεί δάνεια λ., όπως και τα [[τύραννος]] και [[άναξ]] (αντίθετα [[προς]] το συνώνυμο [[κοίρανος]]). Η ύπαρξη του αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου -<i>q</i>- στον αντίστοιχο μυκην. τ. <i>qa</i>-<i>si</i>-<i>re</i>-<i>u</i> οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι η λ. έχει ινδοευρ, [[αρχή]], ενώ κατ' άλλους θεωρείται πιθανότερη η προελληνική [[προέλευση]]. Τέλος, [[χωρίς]] ισχυρή [[βάση]] παραμένουν οι προσπάθειες αναγωγής σε μικρασιατικά ή άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Μορφολογικά ο τ. [[βασιλεύς]] προήλθε με [[βράχυνση]] ([[νόμος]] του Osthoff) <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληF</i>-<i>ς</i> (με αρχικά [[επίθημα]] -<i>ē</i><i>u</i>-, άγνωστης προελεύσεως), [[γεγονός]] που δικαιολογεί ορισμένους τύπους (κατ' εξοχήν ιωνικούς) με [[επίθημα]] -<i>η</i>(<i>F</i>)- που έχουν διασωθεί<br />[[πρβλ]]. ιων.-αιολ. <i>βασιλήϊος</i>, ιων. <i>βασιλήϊον</i>, ιων. [[βασιληΐη]], [[βασιληΐς]]<br />[[επίσης]] κυπρ. <i>βασιλήFος</i> κ.ά. Προϊόντα διαφόρων μορφολογικών μεταπλασμών [[είναι]] οι τύποι: [[βασιλιός]], <i>βασιλέας</i> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]], <i>βασιλές</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλέας</i>, [[βασιλιάς]] <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλέας</i> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θηλ. [[βασίλισσα]] <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ισσα</i>, με αναλογικά σχηματισμό [[προς]] τα θηλυκά σε -<i>ισσα</i> που σχηματίστηκαν από θέματα σε -<i>iu</i>-, δηλ. εθνικά ονόματα ανατολικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[Κίλισσα]], θηλ. του [[Κίλιξ]], [[Φοίνισσα]], θηλ. του [[Φοίνιξ]]) ή άλλες λέξεις (<i>αμφιέλισσαι</i>). Τα θηλ. [[βασιλίς]], [[βασιλέα]], [[βασιληΐς]] προήλθαν από το <i>βασιλευς</i>, ενώ το [[βασίλεια]] σχηματίστηκε μορφολογικά <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληF</i>-<i>ya</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>βασιλεy∂</i><sub>2</sub><br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βασιλεύω]], [[βασιλικός]], [[βασιλίσκος]], [[βασίλισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλέα]], [[βασίλεια]], [[βασιλείδης]], [[βασιλείδιον]], [[βασίλειος]], [[βασιληΐς]], [[βασιλίζω]], [[βασιλίνδα]], [[βασίλιννα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βασιλεία]], [[βασιλίς]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>βασιλίκιον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλόπουλο]], [[βασιλοπούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αντιβασιλεύς</i> (-<i>έας</i>), [[συμβασιλεύς]] (-<i>έας</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποβασιλεύς</i>, [[μεσοβασιλεύς]], [[μισοβασιλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παμβασιλεύς]], [[φιλοβασιλεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βασιλεοπάτωρ]], [[μικροβασιλεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλάνθρωπος]], [[βασιλαπιδιά]], [[βασιλοκτόνος]], [[βασιλομήτωρ]], [[βασιλόπαις]], [[βασιλοπάτωρ]], [[βασιλοπούλι]], [[βασιλοπρεπής]], <i>βασιλοϋτανο</i>, [[βασιλοφάγος]], [[βασιλοφόνος]], <i>βασιλόφρων</i>, [[βασιλόψαρο]], <i>γεροβασιλιάς</i>].
}}
}}
{{trml
{{trml