Anonymous

ειδωλολάτρης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ειδωλολάτρης]], ο (θηλ. [[ειδωλολάτρισσα]]) (Α [[εἰδωλολάτρης]], ο, η, θηλ. και [[εἰδωλολάτρις]]<br />Μ [[εἰδωλολάτρης]], θηλ. [[εἰδωλολάτρισσα]])<br />αυτός που λατρεύει τα είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>είδωλον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λάτρης]] <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]]. Η λ. [[ειδωλολάτρης]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην <i>Καινή Διαθήκη</i> παράλληλα με τη λ. [[εθνικός]] για να δηλώσει αυτόν ο [[οποίος]] δεν [[είναι]] [[οπαδός]] μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει [[προς]] τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. [[εθνικός]] [[είναι]] αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο [[έθνος]] [[αλλά]] αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως [[χαρακτηρισμός]] για [[κάθε]] μη Ιουδαίο και [[έπειτα]] από τους χριστιανούς για [[κάθε]] μη χριστιανό (<b>βλ.</b> και λ. [[έθνος]]). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει [[σαφής]] [[διάκριση]], [[αλλά]] πιθ. η λ. [[ειδωλολάτρης]] είχε εντονότερα μειωτική [[σημασία]], όπως δείχνει και ο [[σχηματισμός]] της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ειδωλολάτρης]], από την οποία προήλθαν οι [[ευρέως]] διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών<br />[[πρβλ]]. λατ. εκκλ. <i>idolatre</i>, αγγλ. <i>idolater</i>, γαλλ. <i>idolatre</i>].
|mltxt=[[ειδωλολάτρης]], ο (θηλ. [[ειδωλολάτρισσα]]) (Α [[εἰδωλολάτρης]], ο, η, θηλ. και [[εἰδωλολάτρις]]<br />Μ [[εἰδωλολάτρης]], θηλ. [[εἰδωλολάτρισσα]])<br />αυτός που λατρεύει τα είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>είδωλον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λάτρης]] <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]]. Η λ. [[ειδωλολάτρης]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην <i>Καινή Διαθήκη</i> παράλληλα με τη λ. [[εθνικός]] για να δηλώσει αυτόν ο [[οποίος]] δεν [[είναι]] [[οπαδός]] μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει [[προς]] τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. [[εθνικός]] [[είναι]] αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο [[έθνος]] [[αλλά]] αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως [[χαρακτηρισμός]] για [[κάθε]] μη Ιουδαίο και [[έπειτα]] από τους χριστιανούς για [[κάθε]] μη χριστιανό (<b>βλ.</b> και λ. [[έθνος]]). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει [[σαφής]] [[διάκριση]], [[αλλά]] πιθ. η λ. [[ειδωλολάτρης]] είχε εντονότερα μειωτική [[σημασία]], όπως δείχνει και ο [[σχηματισμός]] της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ειδωλολάτρης]], από την οποία προήλθαν οι [[ευρέως]] διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών<br />[[πρβλ]]. λατ. εκκλ. <i>[[idolatre]]</i>, αγγλ. <i>[[idolater]]</i>, γαλλ. <i>idolatre</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[idolater]]===
Arabic: وَثَنِيّ, وَثَنِيَّة; Armenian: կռապաշտ; Azerbaijani: bütpərəst; Belarusian: ідалапаклоннік, ідалапаклонніца, балвахвал; Bulgarian: идолопоклонник, идолопоклонница; Catalan: idòlatra; Chinese Mandarin: 偶像崇拜者; Czech: modlář, modloslužebník; Esperanto: idolano; Finnish: epäjumalanpalvoja, kuvainpalvoja; French: [[idolâtre]]; German: [[Götzenanbeter]], [[Götzenanbeterin]], [[Götzendiener]], [[Götzendienerin]]; Greek: [[ειδωλολάτρης]], [[ειδωλολάτρισσα]]; Ancient Greek: [[εἰδωλομανής]], [[εἰδωλολάτρης]], [[εἰδωλολάτρις]], [[εἰδωλόλατρος]], [[εἰδωλιανός]], [[εἰδωλόδουλος]]; Hebrew: עובד כוכבים ומזלות; Hungarian: bálványimádó; Irish: íoltóir, íoladhraitheoir; Italian: [[idolatra]]; Kazakh: пұтпарас, пұтқа табынушы; Kyrgyz: бутпарас; Macedonian: идолопоклоник, идолопоклоничка; Middle English: ydolatrer; Occitan: idolatra; Old English: dēofolġielda; Persian: بت‌پرست; Polish: bałwochwalca, bałwochwalczyni; Romanian: idolatru, idolatră; Russian: [[идолопоклонник]], [[идолопоклонница]]; Slovak: modlár, modlárka, modloslužobník, modloslužobníčka; Spanish: [[idólatra]]; Swedish: avgudadyrkare; Tajik: бутпараст; Turkish: putperest; Turkmen: butparaz; Ukrainian: ідолопоклонник, ідолопоклонниця, ідолові́рець; Uyghur: بۇتپەرەس; Uzbek: butparast
}}
}}