Anonymous

ῥᾳθυμία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥᾳθῡμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[беспечность]], [[беззаботность]], [[нерадивость]], [[равнодушие]], Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;<br /><b class="num">2</b> [[отдохновение]], [[развлечение]], [[увеселение]], Eur., Arst., Polyb.
|elrutext='''ῥᾳθῡμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[беспечность]], [[беззаботность]], [[нерадивость]], [[равнодушие]], Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;<br /><b class="num">2</b> [[отдохновение]], [[развлечение]], [[увеселение]], Eur., Arst., Polyb.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾷθῡμία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ευκολία]] στη [[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]] με χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] να παίρνει [[κάποιος]] τα πράγματα με [[ευκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχαγωγία]], [[ξεκούραση]], [[αναψυχή]], [[διασκέδαση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αδιαφορία]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]], [[οκνηρία]], σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι</i>, [[αποκτώ]] όνομα, φημίζομαι για την [[τεμπελιά]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμυαλιά]], [[απερισκεψία]], [[αποκοτιά]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
|lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
}}
}}