3,256,975
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥᾷθῡμία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ευκολία]] στη [[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]] με χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] να παίρνει [[κάποιος]] τα πράγματα με [[ευκολία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχαγωγία]], [[ξεκούραση]], [[αναψυχή]], [[διασκέδαση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αδιαφορία]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]], [[οκνηρία]], σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι</i>, [[αποκτώ]] όνομα, φημίζομαι για την [[τεμπελιά]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμυαλιά]], [[απερισκεψία]], [[αποκοτιά]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β. | |||
}} | }} |