Anonymous

πτώση: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(35)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πτῶσις]], -ώσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κανείς]] ή [[κάτι]], το [[πέσιμο]] (α. «[[πτώση]] χαλαζιού» β. «καὶ ἔπεσε [ἡ [[οἰκία]]] καὶ ἦν ἡ [[πτῶσις]] αὐτῆς [[μεγάλη]]», ΚΔ.<br />γ. «τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν», <b>Πολ.</b><br />δ. «[[ὥσπερ]] ἐν πτώσει κύβων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπείνωση]], [[κατάπτωση]], ύφεση (α. «σημειώθηκε [[καταφανής]] [[πτώση]] του ηθικού» β. «πτῶσιν τῆς ψυχῆς», Ζήν.)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατηγορία]] τών κλιτών λέξεων και, ειδικότερα, τών ονομάτων, που δηλώνει τον [[συντακτικό]] ρόλο τών λέξεων αυτών [[μέσα]] στην [[πρόταση]] («η αρχαία Ελληνική έχει [[πέντε]] πτώσεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]], οχυρό <b>κ.λπ.</b>) [[άλωση]], [[εκπόρθηση]] («η [[πτώση]] της Βαρσοβίας»)<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] της υψηλής θέσης που κατείχε [[κάποιος]], [[παραίτηση]] ή [[καθαίρεση]] από [[αξίωμα]], [[έκπτωση]] (α. «η [[πτώση]] της κυβέρνησης [[είναι]] βέβαιη» β. «η [[πτώση]] τών Αμβούργων»)<br /><b>3.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[κάθοδος]] (α. «[[πτώση]] τών τιμών» β. «[[πτώση]] της θερμοκρασίας» γ. «[[πτώση]] του δολαρίου» δ. «[[πτώση]] τών ενοικίων»)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> η [[μετατόπιση]] ενός διαστημοπλοίου στο μεσοαστρικό [[διάστημα]] με σταθερή [[ταχύτητα]], όταν οι προωθητικοί πύραυλοι έχουν παύσει να λειτουργούν<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[μετατόπιση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]] ενός οργάνου από τη φυσιολογική του [[θέση]] λόγω χαλαρώσεως τών μυοσυνδεσμικών στοιχείων που το συγκρατούν (α. «[[πτώση]] νεφρού» β. «[[πτώση]] της μήτρας»)<br /><b>6.</b> <b>φυσ.</b> η [[κίνηση]] που εκτελεί ένα [[σώμα]] υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> καταληκτική [[μορφή]] αρμονικών διαδοχών που σηματοδοτεί το [[τέλος]] ολόκληρης ή μισής μουσικής φράσης, τμήματος ή ολόκληρης μουσικής σύνθεσης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ελεύθερη [[πτώση]]» i) <b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] της μηχανικής σύμφωνα με το οποίο ένα [[σώμα]] κινείται ελεύθερα [[κατά]] ορισμένο τρόπο λόγω της επίδρασης της βαρύτητας<br />ii) <b>(αερον.)</b> η [[φάση]] της πτώσης ενός αλεξιπτωτιστή, η οποία αρχίζει τη [[στιγμή]] που αυτός εγκαταλείπει το [[αεροπλάνο]] και τελειώνει τη [[στιγμή]] που ανοίγει το [[αλεξίπτωτο]]<br />β) «[[πτώση]] τάσης»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[διαφορά]] δυναμικού η οποία παρατηρείται στα [[άκρα]] ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, βλ, λ. [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
|mltxt=η / [[πτῶσις]], πτώσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κανείς]] ή [[κάτι]], το [[πέσιμο]] (α. «[[πτώση]] χαλαζιού» β. «καὶ ἔπεσε [ἡ [[οἰκία]]] καὶ ἦν ἡ [[πτῶσις]] αὐτῆς [[μεγάλη]]», ΚΔ.<br />γ. «τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν», <b>Πολ.</b><br />δ. «[[ὥσπερ]] ἐν πτώσει κύβων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπείνωση]], [[κατάπτωση]], ύφεση (α. «σημειώθηκε [[καταφανής]] [[πτώση]] του ηθικού» β. «πτῶσιν τῆς ψυχῆς», Ζήν.)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατηγορία]] τών κλιτών λέξεων και, ειδικότερα, τών ονομάτων, που δηλώνει τον [[συντακτικό]] ρόλο τών λέξεων αυτών [[μέσα]] στην [[πρόταση]] («η αρχαία Ελληνική έχει [[πέντε]] πτώσεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]], οχυρό <b>κ.λπ.</b>) [[άλωση]], [[εκπόρθηση]] («η [[πτώση]] της Βαρσοβίας»)<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] της υψηλής θέσης που κατείχε [[κάποιος]], [[παραίτηση]] ή [[καθαίρεση]] από [[αξίωμα]], [[έκπτωση]] (α. «η [[πτώση]] της κυβέρνησης [[είναι]] βέβαιη» β. «η [[πτώση]] τών Αμβούργων»)<br /><b>3.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[κάθοδος]] (α. «[[πτώση]] τών τιμών» β. «[[πτώση]] της θερμοκρασίας» γ. «[[πτώση]] του δολαρίου» δ. «[[πτώση]] τών ενοικίων»)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> η [[μετατόπιση]] ενός διαστημοπλοίου στο μεσοαστρικό [[διάστημα]] με σταθερή [[ταχύτητα]], όταν οι προωθητικοί πύραυλοι έχουν παύσει να λειτουργούν<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[μετατόπιση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]] ενός οργάνου από τη φυσιολογική του [[θέση]] λόγω χαλαρώσεως τών μυοσυνδεσμικών στοιχείων που το συγκρατούν (α. «[[πτώση]] νεφρού» β. «[[πτώση]] της μήτρας»)<br /><b>6.</b> <b>φυσ.</b> η [[κίνηση]] που εκτελεί ένα [[σώμα]] υπό την [[επίδραση]] του βάρους του<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> καταληκτική [[μορφή]] αρμονικών διαδοχών που σηματοδοτεί το [[τέλος]] ολόκληρης ή μισής μουσικής φράσης, τμήματος ή ολόκληρης μουσικής σύνθεσης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ελεύθερη [[πτώση]]» i) <b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] της μηχανικής σύμφωνα με το οποίο ένα [[σώμα]] κινείται ελεύθερα [[κατά]] ορισμένο τρόπο λόγω της επίδρασης της βαρύτητας<br />ii) <b>(αερον.)</b> η [[φάση]] της πτώσης ενός αλεξιπτωτιστή, η οποία αρχίζει τη [[στιγμή]] που αυτός εγκαταλείπει το [[αεροπλάνο]] και τελειώνει τη [[στιγμή]] που ανοίγει το [[αλεξίπτωτο]]<br />β) «[[πτώση]] τάσης»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[διαφορά]] δυναμικού η οποία παρατηρείται στα [[άκρα]] ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, βλ, λ. [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
}}
}}