Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκολλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον.
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[συγκολλῶμαι]], [[συγκολλάομαι]]<br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον.
}}
}}
{{ls
{{ls