Anonymous

ἀκόνιτον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀκόνῑτον
|Full diacritics=ᾰ̓κόνῑτον
|Medium diacritics=ἀκόνιτον
|Medium diacritics=ἀκόνιτον
|Low diacritics=ακόνιτον
|Low diacritics=ακόνιτον
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />aconit, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'autre étym. que l'étym. pop. ancienne, de [[ἀκονιτί]].
|btext=ου (τό) :<br />[[aconit]], <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'autre étym. que l'étym. pop. ancienne, de [[ἀκονιτί]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκόνῑτον:''' τό бот. аконит Plut.
|elrutext='''ἀκόνῑτον:''' τό бот. [[аконит]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. [[aconitum]], δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
}}
}}
{{lsm
{{lsm