Anonymous

πότμος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πότμος -ου, ὁ [~ πίπτω] doodslot:; ὃς δέ κεν... θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ al wie zijn dood en noodlot ontmoet Il. 15.495; αἴ κε... πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο als je jouw levenslot vervuld hebt Il. 4.170; post-hom. lot; εὐτυχεῖ πότμῳ met gunstig lot Aeschl. Pers. 709; π. βιότου levenslot Eur. IT 913; διοίσω πότμον ἄποτμον ik zal een ondraaglijk lot dragen Eur. Hipp. 1143; personif. ὁ Πότμος Lot.
|elnltext=πότμος -ου, ὁ [~ πίπτω] [[doodslot]]:; ὃς δέ κεν... θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ al wie zijn dood en noodlot ontmoet Il. 15.495; αἴ κε... πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο als je jouw levenslot vervuld hebt Il. 4.170; post-hom. lot; εὐτυχεῖ πότμῳ met gunstig lot Aeschl. Pers. 709; π. βιότου levenslot Eur. IT 913; διοίσω πότμον ἄποτμον ik zal een ondraaglijk lot dragen Eur. Hipp. 1143; personif. ὁ Πότμος Lot.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πότμος:''' ὁ (√<i>ΠΕΤ</i> του [[πίπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η [[τύχη]] κάποιου, [[μοίρα]]· [[συνήθως]] λέγεται για την κακή [[μοίρα]], το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον [[ἐφεῖναι]], ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον [[ἐπισπεῖν]], σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] τη [[σημασία]] του κακού, [[πότμος]] [[συγγενής]], τα [[φυσικά]] «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· <i>εὐτυχεῖ πότμῳ</i>, σε Αισχύλ.· [[πότμος]] [[ξυνήθης]] πατρός, η συνηθισμένη [[μοίρα]] του [[πατέρα]] μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα [[συχνά]] βραχεία, σε Τραγ.).
|lsmtext='''πότμος:''' ὁ (√<i>ΠΕΤ</i> του [[πίπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η [[τύχη]] κάποιου, [[μοίρα]]· [[συνήθως]] λέγεται για την κακή [[μοίρα]], το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον [[ἐφεῖναι]], ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον [[ἐπισπεῖν]], σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] τη [[σημασία]] του κακού, [[πότμος]] [[συγγενής]], τα [[φυσικά]] «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· <i>εὐτυχεῖ πότμῳ</i>, σε Αισχύλ.· [[πότμος]] [[ξυνήθης]] πατρός, η συνηθισμένη [[μοίρα]] του [[πατέρα]] μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα [[συχνά]] βραχεία, σε Τραγ.).
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πίπτω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πότμος]], ὁ, [!πετ, Root of [[πίπτω]]<br /><b class="num">1.</b> that [[which]] befals one, one's lot, [[destiny]]: [[commonly]] of [[evil]] [[destiny]], [[death]], of the [[killer]], πότμον [[ἐφεῖναι]], or of the killed, πότμον [[ἐπισπεῖν]], Hom.;—also in Pind. and Trag.<br /><b class="num">2.</b> without a [[sense]] of [[evil]], π. [[συγγενής]] one's [[natural]] gifts, Pind.; εὐτυχεῖ πότμῳ Aesch.; π. [[ξυνήθης]] πατρός my [[father]]'s [[customary]] [[fortune]], Soph. [Penult. often [[short]] in Trag.]
|mdlsjtxt=[[πότμος]], ὁ, [!πετ, Root of [[πίπτω]]<br /><b class="num">1.</b> that [[which]] befals one, one's lot, [[destiny]]: [[commonly]] of [[evil]] [[destiny]], [[death]], of the [[killer]], πότμον [[ἐφεῖναι]], or of the killed, πότμον [[ἐπισπεῖν]], Hom.;—also in Pind. and Trag.<br /><b class="num">2.</b> without a [[sense]] of [[evil]], π. [[συγγενής]] one's [[natural]] gifts, Pind.; εὐτυχεῖ πότμῳ Aesch.; π. [[ξυνήθης]] πατρός my [[father]]'s [[customary]] [[fortune]], Soph. [Penult. often [[short]] in Trag.]
}}
}}
{{FriskDe
{{etym
|ftr='''πότμος''': {pótmos}<br />'''See also''': s. [[πίπτω]].<br />'''Page''' 2,586
|etymtx=See also: s. [[πίπτω]].
}}
}}