Anonymous

ποιότητα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(33)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ποιότης]], -ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [[ποιός]]<br />η [[φύση]] ενός πράγματος [[κατά]] την [[αξία]] του και σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ποσότητα]], η εσωτερική του [[υπόσταση]], το [[ποιόν]] (α. «[[εμπόρευμα]] κακής ποιότητας» β. «[[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας» γ. «[[ποιότης]] τρυγός», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (με γενική σημ.) [[κάθε]] [[ιδιότητα]] [[είτε]] αυτή ανήκει στην [[ουσία]] ενός πράγματος [[είτε]] αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήν<br />β) (ως ειδική [[κατηγορία]]) [[εσωτερικός]] [[απόλυτος]] [[προσδιορισμός]] της ουσίας, [[προσδιορισμός]] της ουσίας σε [[σχέση]] με αυτήν την [[ίδια]] και όχι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόρευμα]] που διακρίνεται από ένα ομοειδές του [[χάρη]] στις ιδιότητές του (α. «πρώτη [[ποιότητα]]» β. «δεύτερη [[ποιότητα]]»)<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[τρόπος]] εκτέλεσης που ομορφαίνει το [[μέλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απόκρυφες ποιότητες»<br />(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την [[εξήγηση]] ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. του μαγνητισμού<br />β) «αντικειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σχήμα]], το [[μέγεθος]], η [[κίνηση]]<br />γ) «υποκειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή [[ικανότητα]] του ανθρώπου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]], ο [[ήχος]], η [[γεύση]]<br />δ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική [[φιλοσοφία]] και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους [[προς]] [[διάκριση]] τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την [[ιδέα]] της ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> ο όγκος.
|mltxt=η / [[ποιότης]], -ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [[ποιός]]<br />η [[φύση]] ενός πράγματος [[κατά]] την [[αξία]] του και σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ποσότητα]], η εσωτερική του [[υπόσταση]], το [[ποιόν]] (α. «[[εμπόρευμα]] κακής ποιότητας» β. «[[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας» γ. «[[ποιότης]] τρυγός», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (με γενική σημ.) [[κάθε]] [[ιδιότητα]] [[είτε]] αυτή ανήκει στην [[ουσία]] ενός πράγματος [[είτε]] αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήν<br />β) (ως ειδική [[κατηγορία]]) [[εσωτερικός]] [[απόλυτος]] [[προσδιορισμός]] της ουσίας, [[προσδιορισμός]] της ουσίας σε [[σχέση]] με αυτήν την [[ίδια]] και όχι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόρευμα]] που διακρίνεται από ένα ομοειδές του [[χάρη]] στις ιδιότητές του (α. «πρώτη [[ποιότητα]]» β. «δεύτερη [[ποιότητα]]»)<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[τρόπος]] εκτέλεσης που ομορφαίνει το [[μέλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απόκρυφες ποιότητες»<br />(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την [[εξήγηση]] ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. του μαγνητισμού<br />β) «αντικειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σχήμα]], το [[μέγεθος]], η [[κίνηση]]<br />γ) «υποκειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή [[ικανότητα]] του ανθρώπου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]], ο [[ήχος]], η [[γεύση]]<br />δ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική [[φιλοσοφία]] και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους [[προς]] [[διάκριση]] τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την [[ιδέα]] της ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> ο όγκος.
}}
{{trml
|trtx====[[quality]]===
Afrikaans: kwaliteit; Albanian: kualitet; Arabic: نَوْعِيَّة, جَوْدَة; Armenian: որակ; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܵܐܟ݂ܝܼܘܼܬܵܐ; Azerbaijani: keyfiyyət; Belarusian: якасць; Bengali: গুণ; Bikol Central: kalidad; Bulgarian: качество; Burmese: အရည်အသွေး, အမျိုးအရိုး; Catalan: qualitat; Chinese Mandarin: [[質量]], [[质量]], [[品質]], [[品质]]; Czech: kvalita, jakost; Danish: kvalitet; Dutch: [[kwaliteit]]; Esperanto: kvalito; Estonian: kvaliteet; Finnish: laatu; French: [[qualité]]; Galician: calidade; Georgian: ხარისხი; German: [[Qualität]]; Greek: [[ποιότητα]]; Ancient Greek: [[ποιότης]]; Hebrew: אֵיכוּת; Hindi: गुण, गुणवत्ता; Hungarian: minőség; Icelandic: gæði; Ido: qualeso; Indonesian: kualitas; Interlingua: qualitate; Italian: [[qualità]]; Japanese: 品質, 質; Kazakh: сапа; Khmer: គុណភាព; Korean: 질(質), 품질(品質); Kurdish Central Kurdish: چۆنیەتی; Northern Kurdish: çawanî, kalîte; Kyrgyz: сапат; Lao: ຄຸນນະພາບ; Latgalian: kaideiba; Latin: [[qualitas]]; Latvian: kādība, kvalitāte; Lithuanian: kokybė; Macedonian: квалитет; Malagasy: toetra; Malay: mutu, kualiti, kualitas; Malayalam: നിലവാരം; Maori: kounga; Mongolian Cyrillic: чанар; Mongolian: ᠴᠢᠨᠠᠷ; Neapolitan: qualetà; Norman: qualitaï; Norwegian: kvalitet; Occitan: qualitat; Old English: hwelcnes; Oromo: waandansaa; Pashto: نوعيت; Persian: کیفیت, کوالیته; Polish: jakość; Portuguese: [[qualidade]]; Romanian: calitate; Russian: [[качество]], [[уровень]]; Serbo-Croatian Cyrillic: квалитета; Roman: kvalitéta; Slovak: kvalita, akosť; Slovene: kakóvost, kakovost; Spanish: [[calidad]], [[estofa]]; Swedish: kvalitet, kvalité; Tagalog: kalidad; Tajik: сифат; Tamil: பண்பு; Tatar: сыйфат; Telugu: నాణ్యత; Thai: คุณภาพ; Turkish: kalite, nitelik; Turkmen: hil; Ukrainian: якість; Urdu: صفت, گن; Uyghur: سۈپەت; Uzbek: sifat; Vietnamese: chất lượng; Yiddish: קוואַליטעט
}}
}}