3,277,121
edits
(22) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κυνήγιον]], Μ και κυνήγιν και [[κυνήγι]]) [[κυνηγός]]<br /><b>1.</b> η [[ενασχόληση]] του κυνηγού, η οποία συνίσταται στην προσπάθειά του να συλλάβει ή να σκοτώσει πουλιά ή άλλα ζώα που ζουν ελεύθερα στο [[φυσικό]] τους [[περιβάλλον]], η [[θήρα]]<br /><b>2.</b> [[κυνηγότοπος]], [[τόπος]] κυνηγιού με [[αφθονία]] θηραμάτων, όπου οι κυνηγοί συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν πουλιά ή άλλα ζώα<br /><b>3.</b> το ζώο που σκοτώνεται από τον κυνηγό, το [[θήραμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> επίμονη και [[συνεχής]] [[αναζήτηση]] ή [[επιδίωξη]], [[κυνηγητό]], [[κυνήγημα]] («η δουλειά αυτή [[είναι]] καλή, μα για να γίνει θέλει πολύ [[κυνήγι]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά μαγειρεμένο [[κρέας]] πουλιού ή άλλου ζώου που συλλαμβάνεται ή σκοτώνεται από κυνηγό («του αρέσει πολύ το [[κυνήγι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κυνήγι]] του χαμένου θησαυρού» — [[είδος]] παιχνιδιού<br />β) «μέ πήρε στο [[κυνήγι]]» — μέ κυνηγά [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αφθονία]] θηραμάτων («έχει πολύ [[κυνήγι]] [[φέτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηριομαχία]] σε [[αμφιθέατρο]]. | |mltxt=το (AM [[κυνήγιον]], Μ και κυνήγιν και [[κυνήγι]]) [[κυνηγός]]<br /><b>1.</b> η [[ενασχόληση]] του κυνηγού, η οποία συνίσταται στην προσπάθειά του να συλλάβει ή να σκοτώσει πουλιά ή άλλα ζώα που ζουν ελεύθερα στο [[φυσικό]] τους [[περιβάλλον]], η [[θήρα]]<br /><b>2.</b> [[κυνηγότοπος]], [[τόπος]] κυνηγιού με [[αφθονία]] θηραμάτων, όπου οι κυνηγοί συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν πουλιά ή άλλα ζώα<br /><b>3.</b> το ζώο που σκοτώνεται από τον κυνηγό, το [[θήραμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> επίμονη και [[συνεχής]] [[αναζήτηση]] ή [[επιδίωξη]], [[κυνηγητό]], [[κυνήγημα]] («η δουλειά αυτή [[είναι]] καλή, μα για να γίνει θέλει πολύ [[κυνήγι]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά μαγειρεμένο [[κρέας]] πουλιού ή άλλου ζώου που συλλαμβάνεται ή σκοτώνεται από κυνηγό («του αρέσει πολύ το [[κυνήγι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κυνήγι]] του χαμένου θησαυρού» — [[είδος]] παιχνιδιού<br />β) «μέ πήρε στο [[κυνήγι]]» — μέ κυνηγά [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αφθονία]] θηραμάτων («έχει πολύ [[κυνήγι]] [[φέτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηριομαχία]] σε [[αμφιθέατρο]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hunting]]=== | |||
Arabic: صَيْد; Egyptian Arabic: صيد; Hijazi Arabic: صيد, قَنص; Armenian: որս; Avar: чанаве ине; Bashkir: һунар, һунарсылыҡ; Bulgarian: лов; Catalan: caça; Chinese Mandarin: [[狩獵]], [[狩猎]]; Czech: lov; Esperanto: ĉasado; Finnish: metsästys; French: [[chasse]], [[vènerie]]; Galician: caza; German: [[Jagd]], [[Aalen]]; Greek: [[κυνήγι]], [[θήρα]]; Ancient Greek: [[ἄγρα]], [[ἄγρη]], [[θήρα]], [[θήρη]], [[θηρεία]], [[θήρευσις]], [[θηρευτική]], [[θηρομαχία]], [[θηροσύνα]], [[θηροσύνη]], [[κυναγεσίη]], [[κυνηγεσία]], [[κυνηγέσιον]]; Hebrew: ציד; Irish: fiach, sealgaireacht, seilg; Italian: [[caccia]]; Japanese: 狩猟; Kazakh: аңшылық; Latin: [[venatio]]; Macedonian: лов; Malayalam: വേട്ടയാടൽ; Maori: whakangaunga; Old English: huntoþ; Old Turkic: 𐰉; Polish: polowanie; Portuguese: [[caça]]; Russian: [[охота]]; Sardinian Campidanese: càssa; Logudorese: zera, catza; Sassarese: catza; Southern Sierra Miwok: halki Spanish: caza, cacería, cinegética; Swahili: uwindo; Swedish: jakt; Tamil: வேட்டை; Tocharian B: werke; Ukrainian: полювання; Urdu: شِکار | |||
}} | }} |