Anonymous

ὀρυκτός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] gegraben; [[τάφρος]], Il. 16, 369, öfter in derselben Vrbdg; [[τάφος]], Eur. Troad. 1153; ὀρυκτὴ [[τάφρος]], Xen. An. 1, 7, 14; Sp., [[χρυσός]], durch Bergbau gewonnenes Gold, Pol. 34, 10, 10, ἰχθῦς, fossile Fische, Ath. VII, 331, vgl. auch 325 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] [[gegraben]]; [[τάφρος]], Il. 16, 369, öfter in derselben Vrbdg; [[τάφος]], Eur. Troad. 1153; ὀρυκτὴ [[τάφρος]], Xen. An. 1, 7, 14; Sp., [[χρυσός]], durch Bergbau gewonnenes Gold, Pol. 34, 10, 10, ἰχθῦς, fossile Fische, Ath. VII, 331, vgl. auch 325 e.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[creusé]];<br /><b>2</b> [[tiré de la terre]], [[minéral]], [[fossile]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρύττω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[creusé]];<br /><b>2</b> [[tiré de la terre]], [[minéral]], [[fossile]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρύσσω]], [[ὀρύττω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρυκτός''': -ή, -όν, ἐσκαμμένος, διὰ σκαφῆς σχηματισθείς, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτὴν Ἰλ. Θ. 179, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντιθ. πρὸς φυσικὸν ὀχετόν, Ἡρόδ. 2. 17, 149, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 14· [[τάφος]] Εὐρ. Τρῳ. 1153· [[εἴσοδος]] Ξεν. Ἀν. 4. 5. 25· ἀποθῆκαι ὀρ. ὑπόγειοι Πλούτ. 2. 770Ε. ΙΙ. ὁ ἐκσκαφείς, διὰ σκαφῆς λαμβανόμενος, ἐπὶ λίθων ἢ μετάλλων, τὰ ὀρυκτά, [[ἐναντίον]] πρὸς τὰ μεταλλευτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10· ὀρ. χρυσὸς Πολύβ. 34. 10, 10· ἅλες Διοσκ. 5. 126· ἰχθῦς ὀρ., ἰχθύες τινὲς λαμβανόμενοι ἀνασκαπτομένης τῆς ἄμμου, [[εἶδος]] ἐγχέλεων τῆς ἄμμου, (εὑρίσκονται ὀρυττόμενοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 11), ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 73, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 7, πρβλ. Ἀθήν. 331C, 326Ϝ.
|lstext='''ὀρυκτός''': -ή, -όν, ἐσκαμμένος, διὰ σκαφῆς σχηματισθείς, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτὴν Ἰλ. Θ. 179, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντιθ. πρὸς φυσικὸν ὀχετόν, Ἡρόδ. 2. 17, 149, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 14· [[τάφος]] Εὐρ. Τρῳ. 1153· [[εἴσοδος]] Ξεν. Ἀν. 4. 5. 25· ἀποθῆκαι ὀρ. ὑπόγειοι Πλούτ. 2. 770Ε. ΙΙ. ὁ ἐκσκαφείς, διὰ σκαφῆς λαμβανόμενος, ἐπὶ λίθων ἢ μετάλλων, τὰ ὀρυκτά, [[ἐναντίον]] πρὸς τὰ μεταλλευτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10· ὀρ. χρυσὸς Πολύβ. 34. 10, 10· ἅλες Διοσκ. 5. 126· ἰχθῦς ὀρ., ἰχθύες τινὲς λαμβανόμενοι ἀνασκαπτομένης τῆς ἄμμου, [[εἶδος]] ἐγχέλεων τῆς ἄμμου, (εὑρίσκονται ὀρυττόμενοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 11), ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 73, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 7, πρβλ. Ἀθήν. 331C, 326Ϝ.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ὀρύσσω]]): dug. (Il.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 33: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρυκτός]], ή, όν [[ὀρύσσω]]<br />formed by digging, opp. to a [[natural]] [[channel]], Il., Hdt., Attic
|mdlsjtxt=[[ὀρυκτός]], ή, όν [[ὀρύσσω]]<br />formed by digging, opp. to a [[natural]] [[channel]], Il., Hdt., Attic
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀρύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}