Anonymous

intercalar: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(2)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐντάσσω]], [[ἐνάπτω]], [[διαλαμβάνω]], [[ἐμβάλλω]], [[ἐγκατατάσσω]], [[ἐμβολαῖος]], [[ἐμβολιμεύω]], [[ἐνδιασκευάζω]], [[ἐμβολιμαῖος]], [[ἐμβολισμός]], [[ἐμβόλιμος]], [[διαστοιβάζω]], [[ἐγκαταχωρίζω]]
|sltx=#[[intercalary]] (adjective): [[ἐμβολιμαῖος]], [[ἐμβολαῖος]], [[ἐμβολῆος]], [[ἐμβόλιμος]]
#[[intercalary]] (noun): [[ἐμβολισμός]]
#[[intercalate]]: [[ἐμβολιμεύω]], [[ἐμβάλλω]]
#[[insert]]: [[ἐντάσσω]], [[ἐντάττω]], [[ἐνάπτω]], [[ἐγκατατάσσω]], [[ἐγκατατάττω]], [[ἐγκαταχωρίζω]]
#[[interject]]: [[διαστοιβάζω]]
#[[intersperse]]: [[ἐνδιασκευάζω]], [[διαλαμβάνω]]
}}
}}