Anonymous

ἀποκρυσταλλόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀποκρυσταλλοῦμαι]], [[ἀποκρυσταλλόομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[κρύσταλλο]], του [[δίνω]] κρυσταλλική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[μορφώνω]] σαφή και οριστική [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br />(αρχ., -ούμαι)<br />κρυσταλλιάζω, [[παγώνω]].
}}
}}