Anonymous

δίκρανο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ancient Greek: δίκρανον" to "Ancient Greek: ἄγκυρα, δίκρανον, ἀγκύρισμα, δικράνιον"
(9)
 
lsj>Spiros
m (Text replacement - "Ancient Greek: δίκρανον" to "Ancient Greek: ἄγκυρα, δίκρανον, ἀγκύρισμα, δικράνιον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δίκρανος]], -ον)<br /><b>1.</b> το [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καυδιανά δίκρανα» — στενό [[πέρασμα]] στο Καύδιο [[μεταξύ]] της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] βρύου<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δικέφαλος]]<br /><b>2.</b> χωρισμένος στα δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου [[δίκρανος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]). Ο νεοελλ. τ. [[δικράνι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>δικράνιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. <i>δίκρανον</i>].
|mltxt=το (Α [[δίκρανος]], -ον)<br /><b>1.</b> το [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καυδιανά δίκρανα» — στενό [[πέρασμα]] στο Καύδιο [[μεταξύ]] της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] βρύου<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δικέφαλος]]<br /><b>2.</b> χωρισμένος στα δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου [[δίκρανος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[κρανίον]]). Ο νεοελλ. τ. [[δικράνι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>δικράνιον</i>, υποκοριστικό του αρχ. <i>δίκρανον</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[pitchfork]]===
Albanian: sfurk; Arabic: شوكة, مذراة; Armenian: եղան; Azerbaijani: yaba, beşbarmaq; Bashkir: һәнәк; Belarusian: ві́лы; Bulgarian: вила; Catalan: forca; Chamicuro: ashtoli; Chinese Mandarin: [[杈]], [[叉]]; Crimean Tatar: senek; Czech: vidle; Danish: høtyv, fork; Dutch: [[hooivork]], [[mestvork]], [[riek]]; Esperanto: forkego; Estonian: hang; Finnish: hanko, heinähanko, talikko; French: [[fourche]]; Friulian: forcje; Gagauz: diiren; Galician: forcada, galleta; German: [[Heugabel]], [[Mistgabel]]; Alemannic German: Furgge; Greek: [[δίκρανο]], [[δικράνι]], [[πιρούνα]]; Ancient Greek: [[ἄγκυρα]], [[δίκρανον]], [[ἀγκύρισμα]], [[δικράνιον]]; Hungarian: vasvilla; Icelandic: heygaffall; Ido: forko; Ingrian: hanko; Irish: píce; Italian: [[forcone]], [[forca]]; Japanese: ピッチフォーク; Komi-Zyrian: вила, лэбын; Latin: [[mergae]], [[furcilla]]; Lezgi: кьуьк; Luxembourgish: Mëschtgreef; Macedonian: вила; Mari Eastern Mari: шаньык; Western Mari: шеньӹк; Maricopa: chmaly; Mazanderani: لیفا; Mòcheno: gabel; Mongolian Cyrillic: өвсний сэрээ; Nogai: сенек; Northern Sami: háŋgu; Norwegian: fork, høygaffel; O'odham: cuaʼaknakud; Persian: هید, چنگک; Polish: widły; Portuguese: [[forcado]], [[forquilha]], [[garfo]]; Romanian: furcă; Russian: [[вилы]]; Serbo-Croatian Cyrillic: виле, рачве; Roman: vile, račve; Slovak: vidly; Slovene: vile; Spanish: [[bieldo]], [[horca]], [[forca]], [[bielgo]], [[aventador]], [[aviento]], [[bielda]], [[horquilla]], [[horqueta]], [[horcón]]; Swedish: högaffel, hötjuga; Tarifit: tazzart; Thai: คราด; Tibetan: ཁ་བྲག; Turkish: yaba, dirgen; Udmurt: вилка; Ukrainian: вила, ґаблі, габлі; Vietnamese: chĩa; Walloon: fotche, fonne; Welsh: picwarch, fforch wair
}}
}}
Anonymous user