Anonymous

πρώ: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρώ:''' ή [[πρῴ]], [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, βλ. πρωΐ.
|lsmtext='''πρώ:''' ή [[πρῴ]], [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, βλ. [[πρωΐ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρώ en πρῴ zie πρωΐ.
|elnltext=πρώ en πρῴ zie πρωΐ.
}}
{{grml
|mltxt=[[πρωΐ]] ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πρῴ]] ή [[πρώ]] και σε κώδικες [[πρῶϊ]] και [[πρῷ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>χρον.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου ή [[αμέσως]] [[μετά]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας που μεσολαβεί από την [[αυγή]] ώς το [[μεσημέρι]]<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) το [[πρωί]] ή τo [[πρωΐ]]<br />ο [[χρόνος]] [[γύρω]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, η [[πρωία]] (α. «έφυγε το [[πρωί]]» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ [[πρωί]] εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[πρωί]]» — [[κατά]] τα χαράματα, πολύ [[πρωί]], πολύ [[νωρίς]]<br />β) «από το [[πρωί]] ώς το [[βράδυ]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br />γ) «από το [[βράδυ]] ώς το [[πρωί]]» — σε όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο που δεν είδε το [[πρωί]], ούτ' όλη την [[ημέρα]]» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε [[κατά]] τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει [[ποτέ]]<br />β) «η καλή [[μέρα]] φαίνεται από το [[πρωί]]» — η καλή [[αρχή]] προοιωνίζεται και καλό [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νωρίς]], έγκαιρα ή [[γρήγορα]] («[[πρωί]] [[μάλα]] σπεύδων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[νωρίς]] («πρῴ γε στενάζεις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρωί]] έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην [[πρόθεση]] πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά [[προς]] τα ἦρι, [[πέρυσι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πρώην]])].
}}
}}
Anonymous user