αιτία: Difference between revisions
From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἰτία]])<br /><b>1.</b> ο βαθύτερος, ο [[ουσιαστικός]] [[λόγος]] για τον οποίο συμβαίνει [[κάτι]], αναγκαία [[προϋπόθεση]], [[αίτιο]]<br /><b>2.</b> [[κίνητρο]], [[ελατήριο]], [[αφορμή]], [[ευκαιρία]] (και αρχ. συνεκδοχικά, [[θέμα]], [[υπόθεση]] άσματος)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ αιτίας», [[ένεκα]], για τον λόγο (ότι)...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόφαση]], [[δικαιολογία]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]], [[κατηγορία]] («μη μού ρίχνεις την [[αιτία]]»)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[προδιάθεση]] για [[αρρώστια]] και <b>συνεκδ.</b> [[αρρώστια]], [[πάθηση]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[αίτιος]], [[πρόξενος]], [[δημιουργός]]<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] τυχαίο [[γεγονός]] που προξενεί νομικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[μομφή]]<br /><b>2.</b> το [[σφάλμα]], η [[ευθύνη]], η [[ενοχή]] που περιέχονται σε μια [[κατηγορία]], [[έγκλημα]]<br /><b>3.</b> (για δικανικούς λόγους) ύβρις, [[λοιδορία]] [[χωρίς]] αποδεικτικά στοιχεία (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον έλεγχο)<br /><b>4.</b> (με καλή [[σημασία]]) [[φήμη]], [[τιμή]], «καλό όνομα»<br /><b>5.</b> αγαθή [[ενέργεια]] ή το αποτέλεσμά της<br /><b>6.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> το [[κεφάλαιο]], το [[τμήμα]] μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται [[κάτι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «αἰτίαν ἔχω ή [[φεύγω]] τινός», κατηγορούμαι για [[κάτι]]<br />«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «[[λαμβάνω]] ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν [[ὑπέχω]]», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή [[βάλλω]] τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») [[κατηγορώ]], [[κηρύσσω]] ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν [[ἐπιφέρω]] τινί» [[ρίχνω]] το [[σφάλμα]], την [[ευθύνη]] σε κάποιον «[[ἀπολύω]] τῆς αἰτίας», [[απαλλάσσω]] από την [[κατηγορία]]' «αἰτίᾳ», για «[[χάρη]]», «[[προς]] [[χάριν]]» κάποιου<br />«αἰτίαι κοιναί», [[καταγγελία]] για [[δημόσια]] αδικήματα<br />«αἰτίαι ἴδιαι», [[καταγγελία]] για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[αἰτία]] προέρχεται [[είτε]] από [[ουσιαστικοποίηση]] του θηλυκού του έπιθ. [[αἴτιος]] [[είτε]] απευθείας από τη λ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]], [[μερίδιο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]»), απ' όπου και τα <i>αἷσα</i>, [[αἴτιος]] και <i>αἰτῶ</i> <b>βλ. λ.</b> Οποιαδήποτε κι αν [[είναι]] η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. [[αἰτία]] (όπως και το [[αἴτιος]]) θα σήμαινε «τη [[λήψη]] μέρους, μεριδίου από [[κάτι]]», άρα «τη [[συμμετοχή]], την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος σημαίνοντας «την [[κατηγορία]]», ως [[φιλοσοφικός]] με τη σημ. «[[αίτιο]], η προκαλούσα [[αιτία]]» (που [[είναι]] και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, [[τέλος]], ως [[ιατρικός]] όρος σημαίνοντας «την [[ασθένεια]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰτιώδης]], <i>αἰτιῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιτιολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰτιώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιαρχία]], [[αιτιοκρατία]]]. | |mltxt=η (Α [[αἰτία]])<br /><b>1.</b> ο βαθύτερος, ο [[ουσιαστικός]] [[λόγος]] για τον οποίο συμβαίνει [[κάτι]], αναγκαία [[προϋπόθεση]], [[αίτιο]]<br /><b>2.</b> [[κίνητρο]], [[ελατήριο]], [[αφορμή]], [[ευκαιρία]] (και αρχ. συνεκδοχικά, [[θέμα]], [[υπόθεση]] άσματος)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ αιτίας», [[ένεκα]], για τον λόγο (ότι)...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόφαση]], [[δικαιολογία]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]], [[κατηγορία]] («μη μού ρίχνεις την [[αιτία]]»)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[προδιάθεση]] για [[αρρώστια]] και <b>συνεκδ.</b> [[αρρώστια]], [[πάθηση]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[αίτιος]], [[πρόξενος]], [[δημιουργός]]<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] τυχαίο [[γεγονός]] που προξενεί νομικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[μομφή]]<br /><b>2.</b> το [[σφάλμα]], η [[ευθύνη]], η [[ενοχή]] που περιέχονται σε μια [[κατηγορία]], [[έγκλημα]]<br /><b>3.</b> (για δικανικούς λόγους) ύβρις, [[λοιδορία]] [[χωρίς]] αποδεικτικά στοιχεία (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον έλεγχο)<br /><b>4.</b> (με καλή [[σημασία]]) [[φήμη]], [[τιμή]], «καλό όνομα»<br /><b>5.</b> αγαθή [[ενέργεια]] ή το αποτέλεσμά της<br /><b>6.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> το [[κεφάλαιο]], το [[τμήμα]] μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται [[κάτι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «αἰτίαν ἔχω ή [[φεύγω]] τινός», κατηγορούμαι για [[κάτι]]<br />«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «[[λαμβάνω]] ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν [[ὑπέχω]]», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή [[βάλλω]] τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») [[κατηγορώ]], [[κηρύσσω]] ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν [[ἐπιφέρω]] τινί» [[ρίχνω]] το [[σφάλμα]], την [[ευθύνη]] σε κάποιον «[[ἀπολύω]] τῆς αἰτίας», [[απαλλάσσω]] από την [[κατηγορία]]' «αἰτίᾳ», για «[[χάρη]]», «[[προς]] [[χάριν]]» κάποιου<br />«αἰτίαι κοιναί», [[καταγγελία]] για [[δημόσια]] αδικήματα<br />«αἰτίαι ἴδιαι», [[καταγγελία]] για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[αἰτία]] προέρχεται [[είτε]] από [[ουσιαστικοποίηση]] του θηλυκού του έπιθ. [[αἴτιος]] [[είτε]] απευθείας από τη λ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]], [[μερίδιο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]»), απ' όπου και τα <i>αἷσα</i>, [[αἴτιος]] και <i>αἰτῶ</i> <b>βλ. λ.</b> Οποιαδήποτε κι αν [[είναι]] η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. [[αἰτία]] (όπως και το [[αἴτιος]]) θα σήμαινε «τη [[λήψη]] μέρους, μεριδίου από [[κάτι]]», άρα «τη [[συμμετοχή]], την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος σημαίνοντας «την [[κατηγορία]]», ως [[φιλοσοφικός]] με τη σημ. «[[αίτιο]], η προκαλούσα [[αιτία]]» (που [[είναι]] και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, [[τέλος]], ως [[ιατρικός]] όρος σημαίνοντας «την [[ασθένεια]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰτιώδης]], <i>αἰτιῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιτιολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰτιώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιαρχία]], [[αιτιοκρατία]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[cause]]=== | |||
Afrikaans: oorsaak; Arabic: سَبَب; Egyptian Arabic: سبب; South Levantine Arabic: سبب; Armenian: պատճառ; Azerbaijani: səbəb, bais; Bashkir: сәбәп; Basque: kausa; Belarusian: прычына; Bengali: কারণ; Bulgarian: причина, повод; Catalan: causa; Cebuano: kawsa; Chinese Mandarin: [[原因]]; Czech: příčina, důvod; Danish: årsag; Dutch: [[oorzaak]], [[reden]], [[aanleiding]]; Esperanto: kaŭzo; Estonian: alus, ajend, põhjus; Etruscan: 𐌂𐌀𐌅𐌔𐌀; Finnish: syy, juuri, lähde; French: [[cause]], [[raison]]; Galician: causa; Georgian: მიზეზი, საფუძველი; German: [[Ursache]], [[Anlass]], [[Grund]]; Greek: [[αιτία]], [[λόγος]]; Ancient Greek: [[αἰτία]]; Haitian Creole: lakòz; Hebrew: סיבה \ סִבָּה; Hindi: कारण; Hungarian: ok; Icelandic: orsök; Indonesian: kausa, penyebab; Irish: réasún, siocair; Old Irish: accuis; Italian: [[causa]]; Japanese: 原因; Khmer: ហេតុ; Kilivila: uula; Korean: 원인; Kyrgyz: шылтоо; Latin: [[causa]], [[ratio]]; Latvian: iemesls, cēlonis; Lithuanian: priežastis, pagrindas; Luxembourgish: Ursaach; Macedonian: причина; Malay: sebab, pasal; Maori: whakataenga; Norwegian: årsak, grunn; Occitan: causa; Old English: intinga; Persian: سبب; Polish: przyczyna; Portuguese: [[causa]]; Romanian: cauză; Russian: [[причина]], [[основание]]; Sanskrit: हेतु; Scottish Gaelic: adhbhar; Serbo-Croatian Cyrillic: разлог, у̀зрок; Roman: rázlog, ùzrok; Sicilian: causanza; Slovak: príčina; Slovene: vzrok, razlog; Spanish: [[causa]]; Swedish: orsak, grund; Tagalog: kawsa; Tajik: сабаб; Thai: สาเหตุ; Turkish: sebep, neden; Ukrainian: причина; Urdu: وجہ, سبب, باعث; Uyghur: سەۋەپ, خۇسۇس; Uzbek: sabab; Vietnamese: nguyên nhân; Welsh: achos; West Frisian: oarsaak; Zazaki: sebeb; Zulu: umsuka | |||
}} | }} |