3,274,159
edits
m (Text replacement - " plötzlich" to " plötzlich") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ. | |lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τυφῶ, [[τυφόω]], ΝΑ [[τύφος]]<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αλαζόνα, ματαιόδοξο, κενόδοξο («τετυφωμένον ταῖς τοσαύταις εὐτυχίαις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[γεμίζω]] [[κάτι]] με καπνό<br /><b>2.</b> (συν. στον παθ. παρακμ.) <i>τετύφωμαι</i><br />[[είμαι]] [[παράφρονας]] από υπερβολική [[αλαζονεία]] («οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο<br />οὐχ οὕτω τετύφωμαι», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |