Anonymous

τυφόω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " plötzlich" to " plötzlich")
mNo edit summary
 
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{grml
|mltxt=τυφῶ, [[τυφόω]], ΝΑ [[τύφος]]<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αλαζόνα, ματαιόδοξο, κενόδοξο («τετυφωμένον ταῖς τοσαύταις εὐτυχίαις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[γεμίζω]] [[κάτι]] με καπνό<br /><b>2.</b> (συν. στον παθ. παρακμ.) <i>τετύφωμαι</i><br />[[είμαι]] [[παράφρονας]] από υπερβολική [[αλαζονεία]] («οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο<br />οὐχ οὕτω τετύφωμαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls