3,274,827
edits
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].<br /><b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- (<i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- (<i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].<br /><b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |