Anonymous

καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",," to ","
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - ",," to ",")
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]],, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
}}
}}