Anonymous

θαλαμεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",," to ","
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]],, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
|lstext='''θᾰλᾰμεύω''': ὁδηγῶ εἰς τὸν [[θάλαμον]], δηλ. [[λαμβάνω]] ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις [[ἕτερος]] θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ [[οἰκία]], Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμεύω]] (AM) [[θάλαμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]], [[υιοθετώ]] («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στον νυφικό θάλαμο, [[παίρνω]] ως σύζυγο<br /><b>2.</b> (για ζώο) κρύβομαι στη [[φωλιά]] μου<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για γυναίκες) <i>θαλαμεύομαι</i><br />α) [[μένω]] κλεισμένη σε θάλαμο<br />β) νυμφεύομαι.
|mltxt=[[θαλαμεύω]] (AM) [[θάλαμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασπάζομαι]], [[υιοθετώ]] («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στον νυφικό θάλαμο, [[παίρνω]] ως σύζυγο<br /><b>2.</b> (για ζώο) κρύβομαι στη [[φωλιά]] μου<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για γυναίκες) <i>θαλαμεύομαι</i><br />α) [[μένω]] κλεισμένη σε θάλαμο<br />β) νυμφεύομαι.
}}
}}