Anonymous

καταδακτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",," to ","
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - ",," to ",")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
}}
}}