3,277,119
edits
m (Text replacement - "Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان; Armenian: ակրոբատ" to "===acrobat=== Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان; Armenian: ակրոբատ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] κυβιστητῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, [[Gaukler]], [[Springer]], Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. [[κυβιστής]] haben u. es auch [[ἀρνευτήρ]], [[κολυμβητής]], der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=κυβιστητῆρος (ὁ) :<br />qui fait la culbute, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[faiseur de tours]];<br /><b>2</b> [[sauteur]], [[plongeur]].<br />'''Étymologie:''' [[κυβιστάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυβιστητήρ - | |elnltext=κυβιστητήρ -κυβιστητῆρος, ὁ [κυβιστάω] [[acrobaat]]. [[duiker]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῠβιστητήρ:''' | |elrutext='''κῠβιστητήρ:''' κυβιστητῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> плясун-акробат Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[пловец]], [[водолаз]] Hom.;<br /><b class="num">3</b> [[бросающийся вниз головой]] (ἐς [[οὖδας]] πρὸ τειχέων Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten= | |auten=κυβιστητῆρος: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], | |mltxt=[[κυβιστητήρ]], κυβιστητῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' | |lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' κυβιστητῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ακροβάτης]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που τινάζεται με το [[κεφάλι]] [[μπροστά]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβιστητήρ''': | |lstext='''κῠβιστητήρ''': κυβιστητῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠβιστητήρ, | |mdlsjtxt=κῠβιστητήρ, κυβιστητῆρος,<br /><b class="num">1.</b> a [[tumbler]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> a [[diver]], Il. 3. one who pitches [[headlong]], Eur. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |