Anonymous

προΐσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προΐστημι]], ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῦ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῦσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῦν Τυρταῖον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῖ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
|mltxt=[[προΐστημι]], ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῦ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῦσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῦν Τυρταῖον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῖ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
}}
{{trml
|trtx====[[prostitute]] (oneself)===
Antillean Creole: fè bòbò, fè fimèl-kòch, fè manawa, fè manawa, fè matabwa, ay Karénaj; Arabic: دَعِرَ, بَغَى; Catalan: prostituir-se; Chinese Mandarin: [[賣淫]], [[卖淫]], [[賣春]], [[卖春]]; Danish: prostituere, prostituere sig; Finnish: myydä itseään, myydä seksiä, huorata; French: [[se prostituer]]; Galician: prostituírse; German: [[sich prostituieren]], [[anschaffen]]; Greek: [[εκπορνεύομαι]]; Ancient Greek: [[ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι]], [[ἐργάζομαι τῷ σώματι μισθαρνοῦσα]], [[πορνεύομαι]], [[προΐσταμαι]], [[προΐστασθαι]], [[σώματι ἐργάζομαι]], [[τελωνοῦμαι]], [[χαμαιτυπέω]], [[χαμαιτυπῶ]], [[χοιροπωλέω]], [[χοιροπωλῶ]]; Hungarian: prostituál; Ingrian: hooriissa, bläättiä; Italian: [[prostituirsi]], [[battere il marciapiede]], [[battere]]; Latvian: prostituēties; Macedonian: се проституира, се курва; Norwegian: prostituere; Persian: روسپی‌گری, تن‌فروشی, فاحشه‌گی; Polish: prostytuować się, sprostytuować się; Portuguese: [[prostituir-se]]; Romanian: se prostitua; Russian: [[заниматься проституцией]]; Spanish: [[prostituirse]]; Swahili: ukahaba; Swedish: prostituera
}}
}}